Συνέντευξη στο “ΒΗΜΑ” της Κυριακής
Δήμαρχος Πειραιά, ο Γιάννης Μώραλης είναι ο άνθρωπος που μπήκε στην αυτοδιοίκηση χωρίς να το έχει σκεφτεί ποτέ πριν. Κι όμως, διανύει την τρίτη θητεία του με τον συνδυασμό «Πειραιάς Νικητής». Έτσι κι αλλιώς στον Πειραιά «ζούσε» και πριν εγκατασταθεί με την γυναίκα και τα παιδιά του, καθώς εκεί σπούδασε ενώ απ’ το 1994 ο φίλαθλος άρχισε να δουλεύει για τον Ολυμπιακό, Σήμερα εξακολουθεί να πηγαίνει στο γήπεδο και να παρακολουθεί την πορεία της ομάδας του, η οποία σε λίγες μέρες θα ζήσει «ένα όνειρο τρελό» με την συμμετοχή στον τελικό του UEFA Conference League (για αυτή την πορεία προς το όνειρο μπορείτε να διαβάσετε στην ειδική συλλεκτική έκδοση του ΒΗΜΑΤΟΣ «ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ Ραντεβού με την Ιστορία» που θα κυκλοφορήσει την Κυριακή 25/5).
– Ο Ολυμπιακός στον τελικό του Conference League. Πως νιώθετε;
Αναμφισβήτητα νιώθω μεγάλη περηφάνια ως Δήμαρχος Πειραιά, ως Αντιπρόεδρος, ως στέλεχος της ΠΑΕ Ολυμπιακός τα τελευταία 30 χρόνια, μα πάνω από όλα ως Ολυμπιακός, που η ομάδα μας κατάφερε με το πάθος και την αγωνιστική δυναμική που τη διακρίνει να προκριθεί στον μεγάλο τελικό του UEFA Europa Conference League. Στις 29 Μαΐου θα ζήσουμε ιστορικές στιγμές, καθώς πρόκειται για το σπουδαιότερο παιχνίδι στην ιστορία του Ολυμπιακού. Θα ήθελα να συγχαρώ τον Πρόεδρο Βαγγέλη Μαρινάκη, τον προπονητή και τους παίκτες για τη σπουδαία αυτή πρόκριση. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, το οποίο προφανώς εύχομαι να είναι υπέρ της ομάδας μας, ο Ολυμπιακός έχει αποδείξει την αξία και την επιτυχία του και αποτελεί τον καλύτερο πρεσβευτή της πόλης μας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
– Είχατε σκεφτεί ποτέ να γίνετε δήμαρχος;
Όχι μόνο δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αλλά και όταν μου προτάθηκε, το φθινόπωρο του ΄13, να δημιουργηθεί ένας συνδυασμός, να διεκδικήσουμε τον δήμο και να τεθώ επικεφαλής, η πρώτη μου σκέψη ήταν αρνητική. Δραστηριοποιούμουν στο ποδόσφαιρο με τον Ολυμπιακό και επιχειρηματικά.
Ήξερα τον δήμο Πειραιά, τα χαρακτηριστικά και τα προβλήματά του και ήμουν διστακτικός. Τελικά όμως το κάναμε και επιβεβαιώθηκε η πρόταση του Βαγγέλη Μαρινάκη που είχε την ιδέα ν’ ασχοληθώ, εκείνος ως ακραιφνής Πειραιώτης, γεννημένος και μεγαλωμένος στον Πειραιά. Δημιουργήσαμε μια ομάδα και το αποτέλεσμα μας δικαίωσε.
«Αυτό που κρατώ είναι ότι μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι όπου κουβεντιάζαμε πάρα πολύ».
– Που μεγαλώσατε;
Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στο Χαλάνδρι. Μετά την απώλεια του πατέρα μου, στα 23, άλλαζα διάφορα σπίτια. Η επαφή μου με τον Πειραιά ξεκίνησε απ’ τα 18 μου όταν μπήκα στο ΠΑ.ΠΕΙ., τότε Βιομηχανική, και ακολούθως το ΄94 με τον Ολυμπιακό. Ήμουν όλη μέρα στον Πειραιά, απλώς δεν κοιμόμουν εδώ.
Και ήταν ένα απ’ αυτά που μου χρέωναν στην πρώτη εκλογική μάχη του΄14 ότι «δεν είναι Πειραιώτης». Αλλά νομίζω ότι σημασία έχει να θες να κάνεις δουλειά και κυρίως να ξέρεις να την κάνεις. Πλέον θεωρώ τον εαυτό μου ντόπιο. Δεν πιστεύω ότι επειδή δεν γεννήθηκα εδώ, αγαπώ λιγότερο τον Πειραιά από κάποιον που γεννήθηκε εδώ. Απ’ το 2017 μετακομίσαμε με την οικογένειά μου στην Καστέλα και θα μείνουμε, ανεξάρτητα απ’ την συνέχεια της επαγγελματικής μου πορείας. Εδώ φτιάξαμε πλέον τη ζωή μας».
– Τι θυμάστε απ’ τα παιδικά-νεανικά σας χρόνια;
Αυτό που κρατώ είναι ότι μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι όπου κουβεντιάζαμε πάρα πολύ. Ο πατέρας μου ως φιλόλογος και μετά ως πολιτικός (σ.σ. Πέτρος Μώραλης), καθώς και η μητέρα μου, κουβέντιαζαν διάφορα θέματα για την πολιτική, για την κοινωνία. Μπορεί να μην είχα σκεφτεί ποτέ ν’ ασχοληθώ με την πολιτική, αλλά μ’ ενδιέφεραν τα κοινά απ’ το σχολείο. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής στην σχολή Μωραΐτη -εκεί πήγαμε η αδελφή μου κι εγώ.
Το ΄77 που μπήκε ο πατέρας μου στην πολιτική και εγκατέλειψε την εκπαίδευση ήμουν εννέα χρόνων. Αυτό που βίωσα ήταν η νικηφόρα πορεία του ΠΑΣΟΚ το΄81, το΄85, κι όλα τα πράγματα που άλλαξαν, γιατί άλλαξαν πολλά τότε. Γνώρισα σημαντικούς ανθρώπους της πολιτικής, οι περισσότεροι δεν ζουν δυστυχώς. Τον Γιώργο Γεννηματά, με τον οποίο είχε μια εξαιρετική φιλική σχέση ο πατέρας μου, την Μελίνα Μερκούρη, τον Αντώνη Τρίτση. Και τον Ανδρέα. Έτσι μπήκε στην πολιτική ο πατέρας μου: Έκανε μάθημα ελληνικών στον Αντρίκο, απ’ το ΄75.
«Δεν νομίζω ότι ο πατέρας μου θα ‘θελε ν’ ασχοληθώ με την πολιτική»
– Τι κρατάτε απ’ όλα αυτά;
Όλα ήταν σημαντικά. Ο Ανδρέας, νομίζω, όχι μόνον σ’ εμάς που ήμασταν παιδιά, αλλά και σε μεγαλύτερους, δημιουργούσε ένα δέος. Ήταν απ’ τους σημαντικούς της νεότερης πολιτικής ιστορίας, αν όχι ο σημαντικότερος. Μου έμειναν οι εκλογικές βραδιές νίκης του ΠΑΣΟΚ. Εγώ δεν εντάχθηκα ποτέ, ίσως επειδή είχα μια αρνητική διάθεση για τα κόμματα -βλέπαμε τον πατέρα μου στις 8 το πρωί και μετά στις 12 το βράδυ, αν τον βλέπαμε κιόλας.
Δεν νομίζω ότι ο πατέρας μου θα ‘θελε ν’ ασχοληθώ με την πολιτική. Άλλωστε το ότι έφυγε νωρίς απ’ την ζωή έπαιξε έναν ρόλο και η πολιτική κατ’ εμέ, με την έννοια ότι υπήρχε πολύ άγχος, πολλές στεναχώριες, και χαρές, αλλά πολλές στεναχώριες.
– Ο Ολυμπιακός σας καθόρισε;
Ο πατέρας μου ήταν Ολυμπιακός και από μικρός πήγαινα μαζί του στο γήπεδο. Το ΄94 μπήκα στον Ολυμπιακό και παρέμεινα. Ήμουν φίλαθλος, είχα μια γνωριμία με τον Πέτρο Κόκκαλη απ’ το σχολείο, και τότε μου έκανε πρόταση ο πατέρας του, ο Σωκράτης Κόκκαλης, να δουλέψω στον Ολυμπιακό και ασφαλώς το αποδέχτηκα. Παρέμεινα όλα τα χρόνια του Σωκράτη Κόκκαλη, μετά ήρθε ο Βαγγέλης Μαρινάκης και μετά από πρότασή του παρέμεινα. Έφτασα με την στήριξη προφανώς του προέδρου να γίνω για δυο χρόνια πρόεδρος της Super League για μια περίοδο να γίνω μέχρι και πρόεδρος του Ολυμπιακού. Για ένα παιδί που είναι Ολυμπιακός είναι νομίζω ό,τι καλύτερο μπορεί να περιμένει στη ζωή του. Ταυτόχρονα συμμετείχα και σε μια εταιρεία αθλητικού μάρκετινγκ την Sports United, μέχρι το΄13 που είχε την ιδέα ο Βαγγέλης Μαρινάκης να δημιουργήσουμε τον συνδυασμό «Πειραιάς Νικητής».
«Τα φαινόμενα βίας στα γήπεδα, τα γεννά η κοινωνία όχι το ποδόσφαιρο»
– Δεν ήταν υγιέστερο παλιότερα το ποδόσφαιρο;
Ήταν άλλη η κοινωνία γενικότερα. Τώρα έχουμε την βία ανηλίκων, την βία στις γυναίκες, τις γυναικοκτονίες, έχει αλλάξει η κοινωνία, κατ’ επέκταση και το ποδόσφαιρο ως ένας μαζικός χώρος νέων ανθρώπων. Εκδηλώνονται εκεί τα φαινόμενα της βίας που βλέπουμε αλλά δεν τα παράγει το ποδόσφαιρο. Τα παράγει η κοινωνία με την ανεργία, τη φτώχεια, τα ναρκωτικά, τις εξαρτήσεις κι όλα αυτά συχνά εκδηλώνονται στα γήπεδα. Δεν είμαστε κι ένα κράτος πειθαρχημένο, σκληρό, όπως άλλα που λέμε ότι το αντιμετώπισαν -η Θάτσερ στην Αγγλία, η Γερμανία. Εκεί είναι διαφορετικές οι δομές στην κοινωνία και την καθημερινότητα. Δεν είναι θέμα παιδείας. Είναι συχνά και θέμα τιμωρίας, ελέγχου.
Άρα το ποδόσφαιρο μπορεί σ’ αυτόν τον τομέα ν’ άλλαξε προς το χειρότερο αλλά έχει και πολλούς τομείς που βελτιώθηκε και ποιοτικά. Έφτασε να πάρει το EURO το 2004, οι ομάδες να παίζουν στους 8 του Champions League, ίσως και στους 4. Φτιάχτηκαν νέα γήπεδα, ανακαινίστηκαν άλλα. Έγιναν προσπάθειες νέα παιδιά ν’ ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο. Αλλά υπάρχει ακόμα αυτή η παθογένεια της βίας, άλλοτε αυξανόμενη, άλλοτε μειούμενη. Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε συνολικά. Δεν μπορεί να το αντιμετωπίσουν οι ομάδες μόνες τους, ούτε οι ιδιοκτήτες. Υπάρχει αυτός ο μύθος στην Ελλάδα, ότι το φαινόμενο της βίας στα γήπεδα θα μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν οι ιδιοκτήτες. Δεν είναι έτσι. Το φαινόμενο της βίας το αντιμετωπίζει το κράτος, αυτό είναι το καθ’ ύλην αρμόδιο να επιβάλει την τάξη.
Έχω δουλέψει με δύο απ’ τους μεγαλύτερους προέδρους στον Ολυμπιακό, τον Σωκράτη Κόκκαλη και τον Βαγγέλη Μαρινάκη, και πεποίθησή μου είναι ότι ούτε επιθυμούν ούτε έχουν να κερδίσουν απολύτως τίποτα απ’ τα φαινόμενα βίας στο γήπεδό τους. Θέλουν τον κόσμο μαζί τους, αλλά ο πολύς κόσμος δεν παράγει βία, οι λίγοι την παράγουν. Υπάρχουν άτομα που πηγαίνουν στο γήπεδο για να ξεσπάσουν, να τα βάλουν με την εξουσία, να επιτεθούν στην αστυνομία, να σπάσουν κάτι. Επαναλαμβάνω ότι είναι φαινόμενα που τα γεννά η κοινωνία, όχι το ποδόσφαιρο. Εκφράζονται και σ’ άλλους χώρους, εκεί που μαζεύεται πολύς κόσμος και είναι δύσκολος ο έλεγχος. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
– Φαντάζομαι ότι συνεχίζετε να πηγαίνετε;
Ναι, με τον γιο μου, αλλά και με την σύζυγο μου και κόρη μου, πιο αραιά. Είμαι Ολυμπιακός και άλλωστε, κατά μία έννοια, στην αρχική μας επιτυχία το΄14 στον «Πειραιά Νικητή» έπαιξε ρόλο ο Ολυμπιακός. Βέβαια το ΄19 και το ΄23 που ανεβάσαμε σε πολύ μεγάλο βαθμό τα ποσοστά, μας, ήταν απ’ την καλή δουλειά που κάναμε στην πόλη και όχι προφανώς επειδή αυξήθηκαν οι Ολυμπιακοί.
– Τι κρατάτε απ’ την βραδιά της πρώτης νίκης;
Αν δεν υπήρχε η πρώτη νίκη, δεν θα υπήρχε η δεύτερη και η τρίτη εκ των πραγμάτων. Εκείνη η νίκη ήταν για μας κάτι ιδιαίτερο, μια δύσκολη μάχη. Κάναμε έναν εκλογικό αγώνα 45 ημερών, μ’ έναν δήμαρχο εν ενέργεια, πρώην υπουργό, βουλευτή, τον Βασίλη Μιχαλολιάκο. Δύσκολη αντιπαράθεση. Κατεβήκαμε χωρίς κομματική στήριξη και χωρίς χρίσμα. Αλλά νομίζω πως ήταν αυτό που ήθελαν κι οι Πειραιώτες. Είχαν μια αμφιβολία αν μπορούμε να τα καταφέρουμε, αλλά ο κόσμος ήθελε μια αλλαγή στην πόλη. Μας εμπιστεύτηκε. Αποδείξαμε ότι μπορούμε, χωρίς να σημαίνει ότι λύθηκαν όλα, ή ότι είναι μια πόλη χωρίς προβλήματα.
Ήταν μια συγκίνηση για όλους εμάς, καθώς η νίκη δεν ήταν δεδομένη, υπήρχε αγωνία. Χωρίς να υποτιμώ τις άλλες δύο εκλογικές μάχες, το ΄19 φάνηκε ότι ήταν πιο εύκολη η επικράτησή μας. Όσο για το ΄23 η στήριξη πλέον των δύο απ’ τα τρία μεγάλα κόμματα της χώρας, Νέα Δημοκρατία-ΠΑΣΟΚ, μας έδωσε σίγουρα μια περαιτέρω ώθηση και ένα ποσοστό 70% στον Πειραιά, που δεν νομίζω να’ χει ξαναγίνει. Είμαστε η μακροβιότερη δημοτική αρχή. Όλα αυτά είναι τιμητικά για εμένα και τον «Πειραιά Νικητή».
– Το δικό σας «εγώ» υπάρχει;
Φυσικά. Αλλά εμείς, και δεν το λέω υποκριτικά, είμαστε μια ομάδα. Βέβαια ο επικεφαλής έχει ένα ειδικό βάρος. Χαίρομαι, είμαι περήφανος γι’ αυτό. Αυτό που κυρίως με ικανοποιεί είναι ότι αναγνωρίζουν και παραδέχονται για εμένα και τους συνεργάτες μου ότι αντιμετωπίζουμε τους πάντες με ευγένεια, σεβασμό και χωρίς ακρότητες.
«Δεν έχω μεγαλύτερη πίεση από έναν άνεργο ή από κάποιον που παίρνει 600€. Η δική μας πίεση έχει άλλη μορφή».
– Το 70% δεν είναι επικίνδυνο για «να χάσετε την μπάλα»;
Είμαι 56 ετών, σε μια ώριμη φάση της ζωής μου. Έχω παρακολουθήσει την επιτυχία και στην πολιτική με τον πατέρα μου και στο ποδόσφαιρο. Όταν κάποιος έχει μια κοινωνική παιδεία, καταφέρνει αυτό και το αποκρούει, χωρίς να τον συμπαρασύρει. Ναι, είναι επικίνδυνο, προφανώς να χάσει κάποιος την μπάλα ως δημόσιο πρόσωπο σε μια καίρια θέση ευθύνης. Οποιοσδήποτε έχει μια μεγάλη επιτυχία μπορεί κάπου να χάσει το μέτρο. Θέλω να πιστεύω τουλάχιστον εγώ και οι περισσότεροι συνεργάτες μου δεν το ‘χουμε χάσει. Κι η κοινωνία, νομίζω, το αναγνωρίζει.
– Η οικογένειά σας εξισορροπεί την πίεση;
Προφανώς, όπως σ’ όλους τους ανθρώπους. Αλλά δεν έχω μεγαλύτερη πίεση από έναν άνεργο ή από κάποιον που παίρνει 600€. Η δική μας πίεση έχει άλλη μορφή. Είναι η πίεση της ευθύνης ότι οι αποφάσεις σου επηρεάζουν τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Μια λάθος απόφαση επηρεάζει, μια σωστή κάνει τη ζωή του καλύτερη. Αυτή την πίεση και το βάρος προφανώς τα διαχειρίζομαι με την οικογένειά μου. Οι στιγμές με τα παιδιά μου και την σύζυγό μου, την Βάλια, είναι και στιγμές χαλάρωσης. Ωστόσο όταν δεν είμαι στον δήμο, είμαι με την οικογένειά μου και τον Ολυμπιακό.
– Απαιτείται ειδικός χειρισμός στα παιδιά με μπαμπά δήμαρχο;
Προσπαθώ τα παιδιά μου να τα έχω, όσο γίνεται, προσγειωμένα. Ο γιος μου ειδικά, που πηγαίνει σε σχολείο στον Πειραιά, το ότι είναι ο γιος του δημάρχου είναι επικίνδυνο για να μην καβαλήσει καλάμι ή να νιώσει πίεση. Γι’ αυτό συζητάμε συνέχεια και του εξηγώ ότι είναι μια δουλειά σαν τις άλλες. Μια άλλη παράμετρος είναι να μην δεχτούν τα αρνητικά απόνερα της δικής μου ενασχόλησης με τα κοινά -αλλά τα ‘χουν ζήσει κι αυτά.
Δεν είμαι συγκρουσιακός, ούτε στο ποδόσφαιρο ήμουν. Άφησα το στίγμα ενός ανθρώπου που είναι ήπιος, διαλλακτικός, του διαλόγου και όχι της σύγκρουσης.
– Σκέφτεστε τον εαυτό σας δήμαρχο γενικώς;
Ομολογώ ότι κάθε φορά που κερδίζουμε θεωρούσα ότι θα ‘ναι η τελευταία φορά… Η δεύτερη δηλαδή και τώρα η τρίτη. Κι ότι σε τρεις θητείες θα μπορέσουμε να ‘χουμε ολοκληρώσει το όραμα που είχαμε για τον Πειραιά. Απ’ την άλλη στη διάρκεια κάθε θητείας βγαίνουν νέα προβλήματα, νέες προκλήσεις, νέες ιδέες και εκεί λες να κάνουμε ακόμη περισσότερα. Όσο ο κόσμος είναι ευχαριστημένος απ’ τον «Πειραιά Νικητή», η σκέψη μας θα είναι να συνεχίσουμε. Θα πάρω σύνταξη ως δήμαρχος; Δεν το γνωρίζω. Εγώ θα κλείσω την τρίτη θητεία στα 60 μου. Έχουμε καιρό.
– Θα επιλέξετε πότε θα φύγετε;
Ναι εννοείται.
– Ποια είναι η μεγάλη σας φιλοδοξία;
Πάνω από όλα να δω τα παιδιά μου ευτυχισμένα και υγιή. Εγώ τις φιλοδοξίες μου, για να ‘μαι ειλικρινής, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τις εκπλήρωσα. Όσο κι αν μοιάζει σε κάποιους υπερφίαλο, έφτασα να γίνω για δύο χρόνια πρόεδρος στο ελληνικό ποδόσφαιρο, πρόεδρος του Ολυμπιακού, να δουλέψω στην ομάδα που αγαπούσα, να γίνω δήμαρχος Πειραιά, να εκλεγώ με την πρώτη με τους συνεργάτες μου και να ‘μαστε η μακροβιότερη δημοτική αρχή. Επιθυμία μου είναι να πετύχω τους στόχους μου σ’ αυτή την θητεία, προς όφελος του Πειραιά.
«Σκέφτομαι πως αν δεν πέθαινε ο πατέρας μου στα 56 του πιθανόν να μην είχαν συμβεί όλα αυτά»
– Αισθάνεστε ότι κάνατε περισσότερα απ’ όσα περιμένατε;
Και παραπάνω απ’ όσα δικαιούμουν. Δεν είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος σπούδασε μια δεκαετία, μιλάει 3 γλώσσες, ξέρει σε βάθος πάρα πολλά πράγματα. Θεωρώ ότι έκανα παραπάνω απ’ όσα θα μπορούσα να κάνω, μέχρι τώρα. Βέβαια επαναλαμβάνω, όλα αυτά κρίνονται. Και τα επανατοποθετείς στην πορεία της ζωής σου. Αλλά στα 56 μου έχω κάνει αρκετά, όχι μόνο στα επαγγελματικά μου. Έχω μια σύζυγο, είμαστε μαζί 14 χρόνια, έχω 2 καλά παιδιά που είναι υγιή. Έχω παρέες, φίλους απ’ το Νηπιαγωγείο, έχω μια οικονομική δυνατότητα να ταξιδεύω, να προσφέρω στα παιδιά μου. Τι άλλο να περιμένω;
Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον που μου ‘δωσε τα εχέγγυα, τα οποία θεωρώ πως αξιοποίησα με τον καλύτερο τρόπο. Φυσικά έπαιξαν ρόλο κι οι συγκυρίες. Καμιά φορά σκέφτομαι πως αν δεν πέθαινε ο πατέρας μου στα 56 του πιθανόν να μην είχαν συμβεί όλα αυτά….
– Ήρθατε νωρίς σ’ επαφή με την έννοια του θανάτου…
Ναι, ο πατέρας μου πέθανε πολύ νέος, μέσα σε τρεις μήνες αλλά ευτυχώς δεν ταλαιπωρήθηκε, δεν τον είδα ποτέ να πονάει. Στη μνήμη μου είναι ένας υγιής πατέρας. Αλλά το νεαρό της ηλικίας είναι κάτι που ασφαλώς επηρεάζει.
Όταν έκλεισα τα 55 τον περασμένο Σεπτέμβριο και μπήκα στα 56, ο γιος μου με ρώτησε «Μπαμπά, πόσα κλείνεις; Ο παππούς, σε τι ηλικία πέθανε;» 56. Αυτός είναι ο συνειρμός του.
Πράγματι ήρθα κοντά με την έννοια του θανάτου από νωρίς. Και όχι μόνο με τον πατέρα μου. Ζήσαμε κι άλλους θανάτους, με κοντινούς μας, τον Γιώργο Γεννηματά και την Κάκια την σύζυγό του -μέναμε στον ίδιο όροφο στο Χαλάνδρι. Ακολούθως είχα την αδερφή μου, μ’ ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα υγείας. Χρειάστηκε μεταμόσχευση μυελού των οστών. Ευτυχώς πήγαν όλα καλά και προχωράει τη ζωή της μια χαρά.
– Δύσκολη απόφαση να γίνετε εσείς ο δότης;
Όχι, καθόλου. Για την αδερφή μου, αλίμονο, δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη. Εδώ θα το έπραττα για έναν άγνωστο, κι όλοι μας φαντάζομαι, αν ήταν να σωθεί μια ζωή. Εγώ χάρηκα όταν μου ανακοίνωσαν ότι έχω 100% συμβατότητα.. Και θέλω να το πω για όσους ενδιαφέρονται, ότι δεν υπάρχει καμία επικινδυνότητα. Είναι μια απλή διαδικασία με σχεδόν μηδενική για τον δότη συνέπεια.
– Έρχονται Ευρωεκλογές. Τι σκέπτεστε;
Άκουσα πρόσφατα μια ενδιαφέρουσα ομιλία που έλεγε ότι το 80% των αποφάσεων έρχονται απ’ την Ευρώπη. Γι’ αυτό και στις Ευρωεκλογές πρέπει να πηγαίνουν οι καλύτεροι. Αν θέλουμε 300 καλούς στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, στο Ευρωκοινοβούλιο πρέπει να πηγαίνουν οι καλύτεροι των καλυτέρων.