Νέο νομικό βιβλίο από τον Τάκη Δέγλερη

1 degleris posidonia

  • Το θεμελιώδες δικαίωμα στην αποτελεσματική (και πραγματική) προσωρινή δικαστική προστασία στις δημόσιες συμβάσεις σε περίοδο κρίσης
  • Το «παράδειγμα» της ακριβής δικαιοσύνης – μια αποκλίνουσα σχέση δικαίου και δικαιοσύνης

Η συνεχής εισδοχή διεθνών και ενωσιακών κανόνων στο εθνικό μας δίκαιο έχουν δημιουργήσει μια νέα νομική πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία ο εκάστοτε νομοθέτης, εφαρμοστής ή ερμηνευτής του δικαίου υποχρεούται να δίδει σαφή προτεραιότητα και υπεροχή στο διεθνές και στο ενωσιακό δίκαιο, έναντι του εθνικού.
Τους προβληματισμούς αυτούς και τη μεθοδολογία που καλείται να εφαρμόσει ο εκάστοτε ερμηνευτής του ελληνικού δικαίου, στους τομείς που αυτό συγκαθορίζεται ή / και συγκρούεται με τους κανόνες του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου, πραγματεύεται το βιβλίο αυτό, με ειδικότερη εμβάθυνση στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου γίνεται εκτενής αναφορά στην ενωσιακή και διεθνή προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας αλλά και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, με ιδιαίτερη αναφορά στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, ενώ αναλύεται η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου, καθώς και η κατά προτεραιότητα υποχρέωση ελέγχου συμβατότητας έναντι του ελέγχου αντισυνταγματικότητας.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου περιγράφεται το «χρονικό» της θεσμοθέτησης του παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων (Ν. 3886/2010) και πώς η προϋπόθεση αυτή αντιμετωπίστηκε από τη νομολογία του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας μας. Καταγράφεται μια αναλυτική - κριτική ανάγνωση όλων των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ γίνεται διασύνδεση αυτών με τη λοιπή νομολογία για τα δικαστικά δαπανήματα, που ουσιαστικά καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση στην Δικαιοσύνη.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου επιχειρείται μια ιδιαίτερη διεπιστημονική ανάλυση στα ερευνώμενα πεδία και ο συγγραφέας προτείνει 2 νέες «χαρτογραφήσεις»: αυτή της «ακριβής δικαιοσύνης» και αυτή της «στοχευμένης κακής νομοθέτησης», που ειδωμένες επάλληλα σαν «παλίμψηστο» δημιουργούν μια προβληματική νομοθετική και διοικητική πραγματικότητα, άμεσα συναρτώμενη με την οικονομική - και όχι μόνο - ελληνική κρίση, ιδιαίτερα στο πεδίο αυτό των δημόσιων συμβάσεων, όπου και εμφανίστηκαν οι μεγαλύτερες περιπτώσεις σκανδάλων διαφθοράς.
Αυτό το τοπίο του παραδείγματος της «ακριβής και δυσπρόσιτης δικαιοσύνης» δημιουργεί αναμφίβολα σε όλους μια νέα «ορατότητα», μια νέα συνολική θεώρηση, με καθαρό πια στόχο την «πλήρη αποφυγή του δικαστικού ελέγχου», ενώ με τη λαθεμένη γενική αποδοχή - κατά τον συγγραφέα - της «κατάστασης ανάγκης», που λόγω κρίσης «κυριάρχησε», συνεχίζεται η θέσπιση κανόνων δικαίου που σταθερά αποκλίνουν από την δικαιοσύνη, κάνοντας επίκαιρο τον δημόσιο διάλογο για την θεμελιακή διάκριση ανάμεσα στο δίκαιο και την δικαιοσύνη, με την δεύτερη να παραμένει σαν αξίωση - «σαν εμπειρία του αδύνατου».

Δυο λόγια για το βιβλίο από τον συγγραφέα

Η ολοκλήρωση της συγγραφής του βιβλίου αυτού συνέπεσε – ίσως συμβολικά ή και επετειακά - με τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων μάχιμης δικηγορίας και η διήκουσα γραμμή που συνδέει τα δυο αυτά γεγονότα με παραπέμπει εμμονικά στους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη από το Υστερόγραφό του (ΥΓ.): « Πράγματα που δε λέγονται – δεν εξηγούνται».
Θεωρώ ότι πιο έντονα από προηγούμενα γραπτά μου γίνεται στο βιβλίο αυτό εμφατική η διάσταση δικαίου και δικαιοσύνης, μέσα από την «πρακτική της στοχευμένης κακής νομοθέτησης» και του νέου «παραδείγματος» της «ακριβής δικαιοσύνης». Ίσως το πρώτο μεθοδολογικά στοιχείο που εισφέρει η εργασία αυτή είναι η «χαρτογράφησή» των, η λειτουργική δηλαδή συνένωση με τη χωρική διάταξη όλων των νομοθετικών και νομολογιακών σημείων σε δυο «χάρτες», που αν τους αποτυπώσουμε σε ημιδιαφανή ριζόχαρτα (σαν αυτά που χρησιμοποιούσαμε για τις ανακοινώσεις των φοιτητικών παρατάξεων) τότε ο ένας «χάρτης» πάνω στον άλλο διαβάζονται σαν ένα «παλίμψηστο», με μια νέα θεατότητα όλων αυτών που ούτως ή άλλως ήσαν «διάσπαρτα μπροστά μας».
Ίσως ένα δεύτερο στοιχείο που πιστεύω ότι αναδεικνύεται από την προαναφερθείσα θεώρηση είναι το οριστικό τέλος «της σταθερά αποσιωπούμενης» νομικής στερεοτυπικής «ουδετερότητας», σε μια νέα δικαιοκρατία όπου πολύ εύκολα, στην περίοδο αυτή της κρίσης, υιοθέτησαν οι περισσότεροι την ρητορική της «κατάστασης ανάγκης» και της ισχύος του νόμου» του G. Agamben – της παράκαμψης δηλαδή του Κοινοβουλίου, ενώ η πραγματικότητα μας δείχνει την πραγματική «ισχύ του νόμου» του J. Derrida, που με τη συνεχή νομοθετική υπέρ – παραγωγή μαζί με τη «συν – νομοθετούσα Διοίκηση» επαναπροσδιορίζει ένα «θεσπισμένο κυρίαρχο πλέγμα δικαίου» κάνοντας αδύνατη την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, υπονομεύοντας την πρόσβαση στον Δικαστή, παραβιάζοντας τη δημοκρατία, το «κράτος δικαίου» και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, σε αποκλίνουσα πορεία από την Δικαιοσύνη, που εξακολουθεί να παραμένει σταθερά σαν δυνατότητα, σαν αξίωση, σαν «εμπειρία του αδύνατου».
Για τη συμβολή της στην προσπάθειά μου αυτή οφείλω από καρδιάς ευχαριστίες στη συνάδελφό μου Βαΐα Στεργιοπούλου για την εξαιρετική συνεργασία και ιδιαίτερα την πολύτιμη επιμέλεια των νομολογιακών δεδομένων, στη συνάδελφο Άννα Κοντοθανάση που είχε την καλοσύνη να διαβάσει την μελέτη αυτή και να συμβάλλει με τις χρήσιμες επισημάνσεις της και στη Μαρία Κυριακού για την πολύτιμη υποστήριξη και συνεργασία.
Θερμές ευχαριστίες οφείλω επίσης στον εκδότη Παναγιώτη Σάκκουλα για τη πολυετή συνεργασία αλλά και την εμπιστοσύνη που με περιβάλλει και σε όλους τους συνεργάτες του στις εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε. (Αθήνα – Θεσσαλονίκη) για την εξαιρετική φροντίδα τους στην διαδικασία έκδοσης του βιβλίου αυτού.