Άγνωστο το μέλλον της Χαλυβουργικής

xalyvourgiki

Το να τεθεί η Χαλυβουργική υπό ειδική διαχείριση και να εκπλειστηριαστεί δεν ενδείκνυται, αναφέρουν νομικοί κύκλοι


Θολό είναι το μέλλον για τα απομεινάρια της Χαλυβουργικής, καθώς παρά το γεγονός πως έχει ουσιαστικά κλείσει από το 2013, ακόμα και σήμερα, μετά τη διακοπή ηλεκτροδότησης από τη ΔΕΗ, οι επιλογές των πιστωτριών τραπεζών παραμένουν εξαιρετικά περιορισμένες.
Το να τεθεί η Χαλυβουργική υπό ειδική διαχείριση και να εκπλειστηριαστεί δεν ενδείκνυται, αναφέρουν νομικοί κύκλοι, που επισημαίνουν πως η ειδική διαχείριση χρησιμοποιείται για λειτουργούσες μονάδες.

Η άλλη επιλογή, η κήρυξη της εταιρείας σε πτώχευση και εκκαθάριση, είναι εφικτή μόνο από τις πιστώτριες τράπεζες, καθώς κανείς άλλος πιστωτής δεν συγκεντρώνει, ούτε μαζί με άλλους, το ποσοστό του 20% που απαιτείται από τον νόμο για να προσφύγει σε αυτές τις προβλέψεις του πτωχευτικού δικαίου. Η Χαλυβουργική δεν έχει σημαντικές οφειλές σε Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία. Οι δε εργαζόμενοι πληρώνονται κανονικά. Η συντριπτική πλειονότητα των χρεών είναι προς τις τράπεζες, στις οποίες οφείλει περί τα 410 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, η ΔΕΗ με τα 31 εκατ. ευρώ απαιτήσεων δεν μπορεί να πιάσει το 20% ούτε μαζί με άλλους μικροπιστωτές. Οι τράπεζες μπορούν μεν να προσφύγουν σε κάποια επιλογή του πτωχευτικού, αλλά η ενδοοικογενειακή κόντρα μεταξύ του βασικού μετόχου Κωνσταντίνου Π. Αγγελόπουλου και των υιών του Παναγιώτη και Γεωργίου Αγγελόπουλου, που επιδιώκουν να θέσουν τον πατέρα τους σε δικαστική συμπαράσταση, περιπλέκει τις νομικές τους επιλογές. Αλλωστε οι τράπεζες είναι οι πρώτες στις οποίες κοινοποιήθηκε η σχετική αίτηση των δύο υιών πριν από ένα σχεδόν χρόνο, ακριβώς για αυτόν τον λόγο αναφέρουν τραπεζικές πηγές.

Οι κ. Παναγιώτης και Γιώργος Αγγελόπουλος, πάντως, με ανακοίνωσή τους αυτή την εβδομάδα αναφέρουν πως «τα αναγκαία κεφάλαια για τη διάσωση και επανεκκίνηση της Χαλυβουργικής υπάρχουν» και παραπέμπουν σε πρόθεση επαναλειτουργία της που σκοντάφτει στη φερόμενη αδυναμία του πατέρα τους «να αναλάβει πρωτοβουλία, να μετάσχει σε λήψη αποφάσεων και να συμβάλει στην υλοποίησή τους». Ομως και αυτή η επιλογή προαπαιτεί, ασφαλώς, μεγάλη αναδιάρθρωση του δανεισμού του ομίλου. Πάντως, την Παρασκευή με ανακοίνωσή του ο Κων. Αγγελόπουλος προανήγγειλε τη σύγκληση γενικής συνέλευσης για λογοδοσία του Δ.Σ. και λήψη αποφάσεων για το μέλλον της εταιρείας. Καλεί, δε, τους υιούς του να εισφέρουν χρήματα σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.

Επιπλέον υπάρχει και θέμα ανεπαρκών εξασφαλίσεων αλλά και ανεπαρκών προβλέψεων, αναφέρουν στην «Κ» τραπεζικές πηγές που ασχολούνται με την υπόθεση. Ενα σενάριο που συγκεντρώνει κάποιες πιθανότητες είναι η λύση που έχει προταθεί από την πλευρά του Κωνσταντίνου Π. Αγγελόπουλου για μετατροπή της έκτασης της Χαλυβουργικής, που διαθέτει ιδιόκτητο λιμένα, σε βιομηχανικό πάρκο. Ειδικότερα η ιδιοκτησία της Χαλυβουργικής φέρεται να έχει πρόθεση να εφαρμόσει στις εγκαταστάσεις της στην Ελευσίνα το ίδιο μοντέλο με αυτό που εφάρμοσε στην ελβετική χαλυβουργία της, το Ferrowohlen, στην περιοχή Villmergen - Wohlen κοντά στη Ζυρίχη. Από τη διακοπή της παραγωγής χάλυβα το 1994, η Ferrowohlen AG διαχειρίζεται την έκταση ως ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά πάρκα στη γερμανόφωνη Ελβετία. Οπως όμως έχει επισημάνει η «Κ», έπειτα από επικοινωνία με τραπεζικές πηγές, παραμένει αμφίβολο κατά πόσον αυτό το μοντέλο μπορεί να λειτουργήσει στην Ελλάδα δεδομένου του πλήθους ανταγωνιστικών εκτάσεων –μεταξύ των οποίων και τα Θριάσιο–, αλλά και της υποτονικής ακόμα εγχώριας ζήτησης. Το δε Δημόσιο, που έχει ως υποχρέωση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και την Ε.Ε. να παραχωρήσει άλλα 1.400 στρέμματα στο Θριάσιο για χρήση ως εμπορευματικό κέντρο, είναι πιθανόν να μην επιτρέψει την αλλαγή χρήσης της έκτασης.

Η αξία των ακινήτων

Τα χρέη όμως είναι μεγάλα και οι τράπεζες είναι δύσκολο να τα «κουβαλήσουν» πολύ μακριά. Ο συνολικός δανεισμός της ανέρχεται περίπου στα 410 εκατ. ευρώ. Σε μια πρώτη θεώρηση το ενεργητικό της Χαλυβουργικής υπερκαλύπτει αυτές τις απαιτήσεις. Αλλά είναι όμως έτσι;

Σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό της βιομηχανίας (2015), η αξία των ακινήτων της Χαλυβουργικής είναι εγγεγραμμένη στα βιβλία της στα περίπου 291,839 εκατ. και η αξία του εξοπλισμού αναφέρεται στα 135,262 εκατ., ενώ επιπλέον 3,6 εκατ. αποτιμώνται τα λοιπά ενσώματα πάγια . Επί των ακινήτων αυτών και των μηχανημάτων η τελευταία οικονομική έκθεση του ομίλου αναφέρει πως υφίστανται εξασφαλίσεις σε συνεργαζόμενες τράπεζες ύψους περίπου 250 εκατ. ευρώ. Χαμηλότερες δηλαδή της συνολικής τους έκθεσης. Τη μεγαλύτερη έκθεση φέρεται να έχει η Εθνική Τράπεζα. Ο δανεισμός αυτός συνδέεται κυρίως με τις δαπάνες σε εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού και άλλες επενδύσεις ύψους 250 εκατ. ευρώ της περιόδου 2003-2006.

Το κρίσιμο σημείο για τη Χαλυβουργική ήταν οι μεγάλες επενδύσεις του 2003 σε δύο επιπλέον ελασματουργεία.

Στην τελική ευθεία η πώληση της Hellenic Steel

Στα τέλη Ιανουαρίου αναμένει να λάβει το πράσινο φως από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης η αμερικανική εμπορική εταιρεία Jordan International Co για να αποκτήσει, έναντι 13 εκατ. ευρώ, την αργούσα από το 2014 και σε καθεστώς εκκαθάρισης ελληνική ελασματουργία προϊόντων χάλυβα Hellenic Steel. Τότε έχει προσδιοριστεί η συζήτηση της αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης, η οποία έχει επιτευχθεί μεταξύ του βασικού μετόχου και κυρίου πιστωτή της Hellenic Steel, της ιταλικής ILVA SPA (υπό καθεστώς αναγκαστικής διαχείρισης και αυτή στην Ιταλία) και της λουξεμβουργιανής Hellenic Steel Acquisition Co. SARL, συμφερόντων της Jordan International Co. Η Jordan International είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, πρώην πελάτης της Hellenic Steel και εμπορεύεται προϊόντα όπως αυτά της ελληνικής βιομηχανίας, που είναι ο μη επιχρισμένος χάλυβας ψυχρής έλασης, ο γαλβανισμένος χάλυβας ψυχρής έλασης και ο λευκοσίδηρος ηλεκτρόλυσης.

Η εταιρεία βρίσκεται σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, ενώ τα ενσώματα πάγιά της ανέρχονται σε 9,8 εκατ. ευρώ, όταν το σύνολο των υποχρεώσεών της ανέρχεται σε 90,7 εκατ. Σημειώνεται ότι η εταιρεία δεν έχει οφειλές προς τράπεζες. Το μεγαλύτερο μέρος των υποχρεώσεων, ήτοι ποσό 79,9 εκατ., αφορά υποχρέωση προς την ιδιοκτήτρια εταιρεία ILVA SPA. Η προτεινόμενη συμφωνία εξυγίανσης-μεταβίβασης μέρους της επιχείρησης στο πλαίσιο του άρθρου 106 δ του νόμου 3588/2007 εκτιμάται ότι θα διασφαλίσει την αποπληρωμή συνολικών υποχρεώσεων ίσων με 20,3 εκατ. σε σχέση με 12 εκατ. σε περίπτωση βίαιης ρευστοποίησης.

Κατά το επιχειρηματικό σχέδιο της συμφωνίας, αναμένονται θετικές λειτουργικές ταμειακές ροές από το 2021 και μετά. Αξίζει να σημειωθεί πως η Hellenic Steel, που ιδρύθηκε το 1963 στη Θεσσαλονίκη από την αμερικανική Republic Steel, το 2005 είχε κύκλο εργασιών 218,47 εκατ. που το 2010 είχε υποχωρήσει στα 126,9 εκατ. και το 2012 στα 85,83 εκατ., ενώ οι συσσωρευμένες ζημίες έφθαναν τα 74,57 εκατ.

Με βάση τη συμφωνία, το ενεργητικό της Hellenic Steel που μεταβιβάζεται στην καινούργια εταιρεία, η οποία θα δημιουργηθεί από τον νέο επενδυτή, αποτελείται από 172 ακίνητα, 357 είδη μηχανολογικού εξοπλισμού και άλλα 36 είδη λοιπού εξοπλισμού και η αξία του είναι 9,8 εκατ., ενώ το μεταβιβαζόμενο παθητικό είναι 6,49 εκατ. και θα καταβληθούν ακόμη 12 εκατ. ευρώ ως υπόλοιπο τιμήματος σε μετρητά.

Το 1997, στο εργοστάσιο απασχολούνταν 530 εργαζόμενοι σε μόνιμη βάση και 150 μέσω εργολάβων, το 2010 απασχολούνταν συνολικά 415 εργαζόμενοι, ενώ το 2014 είχαν μείνει 270. Το 2017 καταγγέλθηκαν οι συμβάσεις και των τελευταίων 32 εργαζομένων της εταιρείας, ενώ για τρεις από αυτούς που κρίθηκε αναγκαία η παραμονή καταρτίστηκαν νέες συμβάσεις ορισμένου χρόνου εξάμηνης διάρκειας.

Ενδιαφέρον για την εξαγορά της Hellenic Steel είχε εκδηλώσει το 2014 και ένας από του μεγαλύτερους χαλυβουργικούς ομίλους παγκοσμίως, η Mittal, η οποία όμως στην πορεία αποθαρρύνθηκε το 2015, όπως δήλωσε, από την οικονομική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα και απεσύρθη από τις σχετικές διαδικασίες.

Μεγάλες επενδύσεις σε λάθος χρόνο και τα πλήγματα από κρίση και Ασία

Η Χαλυβουργική είναι πρακτικά κλειστή από το 2013 και το προσωπικό της έχει αφενός μειωθεί μέσω προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου και αφετέρου όσοι παρέμειναν απασχολούμενοι τέθηκαν σε αλλεπάλληλα προγράμματα εκ περιτροπής εργασίας και διαθεσιμότητας. Η εταιρεία δεν έχει δημοσιεύσει ισολογισμό από το 2015 και, ούτως ή άλλως, εκείνη αλλά και οι προηγούμενες χρήσεις ήταν βαθιά ζημιογόνες σε λειτουργικό επίπεδο. Η ιδιοκτησία διά της παροχής ταμειακών διευκολύνσεων ή μικρών αυξήσεων κεφαλαίου χρηματοδοτεί την εταιρεία για να καλύπτει τα βασικά της κόστη. Γιατί όμως έφτασε σε αυτό το σημείο;

Ο κ. Κων. Αγγελόπουλος θεωρεί πως το κρίσιμο σημείο για τη Χαλυβουργική ήταν οι μεγάλες επενδύσεις του 2003 σε δύο επιπλέον ελασματουργεία. Η Χαλυβουργική είχε ήδη ένα και από τα δύο νέα για τα οποία δανείστηκε ένα σημαντικότατο ποσό, της τάξης των 200 εκατ., λειτούργησε πρόσκαιρα μόνο το ένα. Και αυτό επειδή λίγα χρόνια μετά καθώς πλησίαζε η κρίση, που ξεκίνησε το 2009, η εγχώρια ζήτηση κατέρρευσε. Η ύφεση εξαφάνισε και την πρώτη ύλη που για τις ελληνικές χαλυβουργίες είναι τα παλιοσίδερα από τις κατεδαφίσεις και τις αποσύρσεις εξοπλισμού. Χωρίς σκραπ έπρεπε να εισάγονται παλιοσίδερα, αυξάνοντας κατακόρυφα το κόστος παραγωγής.

Η κρίση όμως έφερε και μεγάλη άνοδο των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος, που χρησιμοποιεί η χαλυβουργία για την τήξη του μετάλλου. Πέρα όμως από τις άστοχες επιλογές της διοίκησης και τις δυσμενείς μακροοικονομικές παραμέτρους, οι χαλυβουργίες στην Ευρώπη είχαν ήδη καταδικαστεί από την παγκοσμιοποίηση και την ανάδυση της Κίνας αλλά και της Ασίας εν γένει σε κυρίαρχο παραγωγό χάλυβα.

Οι ευρωπαϊκές χαλυβουργίες, άλλωστε, όπως και οι ελληνικές «πάτησαν» πάνω στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ευρώπης, και της Ελλάδας με καθυστέρηση λόγω του Εμφυλίου, αλλά και στον ευρωπαϊκό προστατευτισμό που καθιστούσε τις εισαγωγές εκτός Ευρώπης απαγορευτικές. Υπενθυμίζεται πως στη Γηραιά Ηπειρο ιδρύθηκε το 1951 η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα με τη θέση σε ισχύ της συνθήκης των Παρισίων και αποτελείτο από το Βέλγιο, τη Δυτική Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία. Σκοπός της ήταν να θέσει την παραγωγή και εμπορία του άνθρακα και του χάλυβα, δηλαδή των δύο κύριων πρώτων υλών της πολεμικής βιομηχανίας μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό κοινή διαχείριση των πρώην εμπολέμων κρατών. Αυτή η Κοινότητα είναι ο προπομπός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Κατ’ ουσία προασπίστηκε και γιγάντωσε την ευρωπαϊκή χαλυβουργία. Δεν είναι τυχαίο πως η μεγάλη ανάπτυξη των ελληνικών χαλυβουργιών ξεκίνησε κάπου εκεί, τη δεκαετία του 1950.

Το 1951, το εργοστάσιο της Ελληνικής Χαλυβουργίας που ιδρύθηκε από την οικογένεια Σαλαπάτα μετακόμισε στον Ασπρόπυργο Αττικής, όπου λειτουργούσε έως το 2014 ως μία από τις δύο μονάδες της Χαλυβουργίας Ελλάδος της οικογενείας Μάνεση, η οποία την είχε εξαγοράσει το 2006. Αλλά και η Χαλυβουργική έθεσε σε λειτουργία νέες καμίνους ηλεκτρικού τόξου στην Ελευσίνα, που σύντομα την κατέστησαν πλήρως καθετοποιημένη σιδηρουργία-χαλυβουργία το 1953. Οπως και η οικογένεια Στασινόπουλου ίδρυσε την εταιρεία Σιδενόρ για να παράγει προϊόντα χάλυβα το 1962. Το 2007 η ζήτηση στην Ελλάδα για μπετοσίδερο, το σημαντικότερο προϊόν χάλυβα και δείκτη δραστηριότητας της ευρύτερης αγοράς χάλυβα, άγγιζε τα 2,3 εκατομμύρια τόνους και το 2017 έκλεισε με την ελληνική αγορά να υπολογίζεται πως απορρόφησε μόλις 350.000 τόνους μπετοσιδήρου, νέο ιστορικό χαμηλό. Στην Ελλάδα σήμερα υπάρχουν πέντε εργοστάσια χαλυβουργίας που ανήκουν σε τρεις επιχειρηματικούς ομίλους, τις οικογένειες Στασινόπουλου, Αγγελόπουλου και Μάνεση. Από αυτά δουλεύουν πια μόνο τα τρία, τα δύο του ομίλου Στασινόπουλου και το ένα της Χαλυβουργίας Ελλάδος του ομίλου Μάνεση.

Πηγή: kathimerini.gr

eep logo