«Ένα ταξίδι στο ρεμπέτικο για μικρούς και μεγάλους»

rebetiko skitso

Ένα νέο βιβλίο - αφήγηση με φόντο τον Πειραιά

Το βιβλίο «Ενα ταξίδι στο ρεμπέτικο για μικρούς και μεγάλους» απευθύνεται στους «νέους κάθε ηλικίας» βοηθώντας τους να γνωρίσουν την Ιστορία μέσα από τη Μουσική.

Τι έχει, άραγε, να προσφέρει το ρεμπέτικο τραγούδι στους σημερινούς νέους; Μπορεί να συγκινήσει μια γενιά που ζει σε άλλους ρυθμούς, σ΄έναν μετανεωτερικό κόσμο κι εκφράζεται διαμέσου της τεχνολογίας και της εικονικής πραγματικότητας; Σ΄αυτούς τους δύσκολους καιρούς που ζούμε έχει το ρεμπέτικο τη δύναμη να χαρίσει παρηγοριά κι ανακούφιση;

Στις παραπάνω ερωτήσεις επιχειρεί ν΄απαντήσει το βιβλίο με τίτλο «Ενα ταξίδι στο Ρεμπέτικο για μικρούς και μεγάλους» που υπογράφουν από κοινού η Γκαίηλ Χολστ-Γουάρχαφτ και η Ζωή Διονυσίου και μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Fagotto. Πρόκειται για μια έκδοση με έντονο παραμυθιακό στοιχείο- γι΄αυτό και μπορεί άνετα ν΄απευθυνθεί σε παιδιά από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου- με αρωγό τη γοητευτική εικονογράφηση του Θάνου Κοσμίδη.

Ολα άρχισαν την περίοδο της καραντίνας. Τότε, με τη διαμεσολάβηση της κοινής τους φίλης Μαρίζας Κωχ, οι δύο συγγραφείς συναντήθηκαν διαδικτυακά. Γεννημένη στην Αυστραλία, η Γκαίηλ Χολστ-Γουάρχαφτ ζει πλέον στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, στο παρελθόν έχει ζήσει στην Ελλάδα όπου έγραψε το πρώτο της βιβλίο για το ρεμπέτικο, παράλληλα έπαιζε τσέμπαλο στις ορχήστρες του Μίκη Θεοδωράκη, του Διονύση Σαββόπουλου και της Μαρίζας Κωχ. ενώ συνεχίζει να γράφει και να μεταφράζει ελληνική λογοτεχνία. Κάποια στιγμή, στο νου της ήρθε μια ιδέα για μια ρεμπέτικη ιστορία με πρωταγωνιστή ένα μπαγλαμαδάκι που έζησε πολλά χρόνια, ταξίδεψε, είδε τον κόσμο γύρω του ν΄αλλάζει, αλλά είχε πάντα ένα χάρισμα: όποιος το έπαιρνε στα χέρια του τραγουδούσε μόνο αλήθειες. Μπαρμπα-Γιάννη έλεγαν το αφεντικό του, μαραγκός στο επάγγελμα κι ερασιτέχνης μουσικός…

Η Ζωή Διονυσίου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Μουσικής Παιδαγωγικής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου και συνεργάτις της Μαρίζας Κωχ αποδείχθηκε ο κατάλληλος άνθρωπος προκειμένου το μπαγλαμαδάκι να γίνει οδηγός σ΄ένα γοητευτικό ταξίδι στο ρεμπέτικο με μια μουσικοπαιδαγωγική κι εθνομουσικολογική ματιά.

Στη διάρκεια των διαδικτυακών συναντήσεών τους κάθε Πέμπτη, οι δύο συγγραφείς έκαναν έρευνα, έβρισκαν τραγούδια, βιογραφίες, παλιές και νέες εκτελέσεις, πληροφορίες ώστε να ταιριάξει η ιστορία τους με όλη την ιστορική πορεία του ρεμπέτικου αλλά και με τη δύσκολη πραγματικότητα της σημερινής Ελλάδας.

rebetis xorevei skitso

Η αφήγηση εκτυλίσσεται με φόντο τον Πειραιά, την ιστορία της χώρας μας, των πολέμων, των αγώνων και συνάμα των τραγουδιών που γεννήθηκαν μέσα σ΄αυτές τις συνθήκες.
Οδηγός στη διαδρομή, στάθηκε για την Γκαίηλ Χολστ-Γουάρχαφτ ο δάσκαλος και φίλος της Θανάσης Αθανασίου στον οποίο είναι και αφιερωμένη η ιστορία. Μαζί του η ίδια έπαιζε μπαγλαμά κι άκουγε τις ιστορίες που της έλεγε για τα χρόνια του στον Πειραιά όπου έπαιζε με τον Μπάτη, τον Στράτο και τον Παπαϊωάννου. «Μου είπε για τη δύσκολη ζωή του στον Πειραιά, όπου έχασε και τα τρία παιδιά του, για τα χρόνια που ζούσε στη Νέα Υόρκη παίζοντας σ΄ελληνικά μαγαζιά. Ο Θανάσης, εκτός από μουσικός, ήταν και καλός μαραγκός, έφτιαχνε ωραία όργανα και ήταν ρεμπέτης, με την καλύτερη έννοια. Γεννήθηκε το 1912 στη Σαντορίνη, το καλύτερο σχολείο που πήγε ήταν η Τρούμπα, έζησε για είκοσι περίπου χρόνια στην Αμερική παίζοντας μουσική και μετά το 1972 γύρισε στην Ελλάδα και έζησε στην Αίγινα ως το 2002 όπου και πέθανε. Μισούσε τους “φιγουρατζήδες” και την “κακούργα κοινωνία”. Ζούσε απλά, αλλά ντυνόταν με στιλ. Φορούσε ωραίο Μπορσαλίνο, μυτερά παπούτσια, μακρύ παλτό στους ώμους. Σπάνια, όταν είχε πιει λίγο κρασί παραπάνω, χόρευε ένα ζεϊμπέκικο με το παλτό στους ώμους και το καπέλο να σκιάζει τα μάτια του. Μετρημένος ο χορός του, λιτός και αξιοπρεπής, σαν τον ίδιο» σημειώνει χαρακτηριστικά η Γκαίηλ Χολστ-Γουάρχαφτ.

Ωστόσο, η ιστορία του μπαρμπα Γιάννη και του μπαγλαμά της ιστορίας μας- εξηγεί η ίδια- δε βασίζεται ακριβώς στη ζωή του Θανάση. Το βιβλίο περιέχει πολλά στοιχεία μυθοπλασίας, αλλά και αλήθειες βασισμένες στη γνωριμία με το ρεμπέτικο.

Στο πλαίσιο του προβληματισμού της ως προς το τί έχει να προσφέρει το ρεμπέτικο στους νέους σήμερα, η Ζωή Διονυσίου διαπιστώνει ότι το είδος δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα αποδεκτό στη θεσμοθετημένη μουσική εκπαίδευση. Στα σχολικά εγχειρίδια είναι ελάχιστες οι αναφορές στο ρεμπέτικο και στα τραγούδια του ενώ ούτε στα μουσικά σχολεία τυγχάνει καλύτερης μεταχείρισης.

«Μέσα από την επαφή μου με το ρεμπέτικο τραγούδι και παρατηρώντας αρκετά στενά την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια μουσική εκπαίδευση , πιστεύω ότι οι εκπαιδευτικοί κάθε βαθμίδας και ειδικότητας μπορούν να χρησιμοποιήσουν το ρεμπέτικο στην εκπαίδευση κυρίως ως μέσο για την ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη των μαθητών» σημειώνει η ίδια. Και συμπληρώνει αμέσως μετά: «Ο στόχος της εκπαίδευσης δεν είναι η μάθηση αυτή καθεαυτή, αλλά η μάθηση που προέρχεται από την κριτική εξέταση της αλήθειας, κάτι που επιτυγχάνεται μόνο όταν οι ίδιοι οι μαθητές κατανοήσουν τις κοινωνικές δομές όπως αποτυπώνονται γύρω τους και ψάξουν να βρουν ρεαλιστικές και προσωπικές λύσεις για τους ίδιους».

Η Ζωή Διονυσίου προτείνει τρεις άξονες μέσα από τους οποίους τόσο οι διδάσκοντες μουσικής όσο και γενικότερα οι εκπαιδευτικοί κάθε βαθμίδας και ειδικότητας μπορούν να χρησιμοποιήσουν το ρεμπέτικο στην εκπαίδευση.
Ο πρώτος απ΄αυτούς έχει να κάνει με τη χρήση του ως οδηγού για την κατανόηση της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού. «Πολλά θέματα που σχετίζονται με τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας μπορεί να τα δει κάποιος μέσα από τα ρεμπέτικα τραγούδια. Μπορεί ν΄ακούσει τη φωνή των προσφύγων που ήρθαν από τη Μικρά Ασία και μπόλιασαν την Ελλάδα με νέα ακούσματα, παραδόσεις, γεύσεις, και αρώματα. Μπορεί ν΄αντιληφθεί την πληθώρα των φυλών που ζούσαν στις ίδιες γειτονιές σε πόλεις και χωριά της Ανατολικής Μεσογείου, ν΄ακούσει να μιλούν για Εγγλέζες, Φραντσέζες, γυφτοπούλες, τουρκοπούλες, προσφυγοπούλες, για Αρμένιους, Εβραίους, Σύρους, Ρωμιούς με μία κανονικότητα και αποδοχή, χωρίς στοιχεία βίας ή ρατσισμού» σημειώνει η ίδια αναφέροντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την “Τουρκοπούλα” του Αντώνη Νταλγκά (1929).

Το ρεμπέτικο ως οδηγός για την κατανόηση του κοινωνικού πλαισίου της εποχής είναι ο δεύτερος άξονας, καθώς για την ελληνική δημιουργία το είδος σημαίνει το πέρασμα από τη μουσική της υπαίθρου στη μουσική των πόλεων. «Μέσα από αναφορά στις κοινωνικές συνθήκες των ελληνικών πόλεων των αρχών του 20ου αιώνα, καθώς και στο κοινωνικό προφίλ των ανθρώπων που ζούσαν στο περιθώριο της αστικής κουλτούρας, οι μαθητές μπορούν ν΄αρχίσουν να ερμηνεύουν τη μουσική δημιουργία ως μια κοινωνικο-οικονομικο-πολιτισμική διαδικασία. Μπορούν να κατανοήσουν τα κοινωνικά προβλήματα κάθε εποχής, να δούνε ότι τα καλλιτεχνικά έργα προέρχονται και διαμορφώνονται μέσα από μια δυναμική σχέση των ανθρώπων με το κοινωνικό τους περιβάλλον. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούν να βιώσουν διαφορετικά τον κόσμο και να πάρουν θέση στα προβλήματα της παρέας τους, της τάξης, του σχολείου της κοινωνίας» σημειώνει συγκεκριμένα φέρνοντας ως παράδειγμα το «Μπουζούκι μου διπλόχορδο» του Μάρκου Βαμβακάρη (1937).

Το ρεμπέτικο ως εφόδιο για την αντιμετώπιση της θλίψης και του πόνου είναι ο τρίτος άξονας που προτείνει η Ζωή Διονυσίου. «Το ρεμπέτικο τραγούδι με τον τόσο άμεσο και ανθρωποκεντρικό στίχο και με τις ουσιαστικές αλήθειες που περιέχει μπορεί να ενδυναμώσει τους νέους στην κοινωνική και συναισθηματική τους εξέλιξη, κάτι που με τη σειρά του μπορεί να διευρύνει τους ορίζοντες και την αντίληψή τους για πολλά σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα» σημειώνει η ίδια. Το ρεμπέτικο, καταλήγει, μπορεί να είναι μια άσκηση ελευθερίας και εσωτερικής διερεύνησης για τους σημερινούς νέους – κάτι το οποίο η συγγραφέας θεωρεί ότι έχουν μεγάλη ανάγκη- αρκεί να το προσεγγίσουν με διάθεση να κατανοήσουν την αλήθεια των ανθρώπων και της μουσικής τους.

Πηγή: iefimerida.gr

eep logo