Ελευθερο Βημα

Ό,τι κάνουμε καλά να το κάνουμε καλύτερα
- Άρθρο του Γιώργου Βερνίκου*

Το 2023, οι αφίξεις τουριστών στην Ελλάδα άγγιξαν τα 36 εκατομμύρια, εκ των οποίων 3,3 εκατ. προήλθαν από την κρουαζιέρα. Τα έσοδα έφτασαν τα 20,6 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των 847 εκατ. από την κρουαζιέρα. Για το 2024, προβλέπουμε συνολικά 38 εκατ. αφίξεις, ενώ τα έσοδα αναμένεται να κυμανθούν μεταξύ 21 και 21,5 δισ. ευρώ, παρά τη μείωση των εισπράξεων τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο.

Η ισχυρή επανάκαμψη των τουριστικών ροών και των ταξιδιωτικών εισπράξεων, ιδιαίτερα μετά την πανδημία, επανάφερε τη συζήτηση γύρω από τα θετικά και τα αρνητικά του τουρισμού, που σε κάθε περίπτωση συμβάλει άμεσα και έμμεσα περίπου στο 30% του ΑΕΠ.

Είναι προφανές ότι ο τουρισμός είναι το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας, που παίζει καθοριστικό ρόλο τόσο στην ισορροπία του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, όσο και στη διατήρηση του βιοτικού μας επιπέδου και ιδιαίτερα για τα μικρά νησιά, όπου ο τουρισμός είναι ευλογία και χωρίς αυτόν θα είχαν ερημώσει.

ΘΕΤΙΚΗ Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

Τα ζητήματα του τουρισμού αποτελούν αγαπημένα θέματα συζήτησης τους καλοκαιρινούς μήνες. Ενώ το 86% των Ελλήνων αποδέχεται τη θετική συνεισφορά του τουρισμού στην ελληνική οικονομία, συγχρόνως υπάρχει αγωνία και έντονη αμφισβήτηση για την πορεία του τουρισμού. Ο προβληματισμός -και μάλιστα με συγκεκριμένες προτάσεις- είναι απαραίτητος και χρήσιμος, ιδιαίτερα για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, της ποιότητας και του ύφους των αρχιτεκτονικών μορφών, αλλά και για την τήρηση της νομιμότητας όσον αφορά τη δόμηση και την προστασία του περιβάλλοντος. Υπάρχει όμως και μία ασύμμετρη επιθετική κριτική αμφισβήτησης του τουρισμού με μονοθεματικές, αντιφατικές και ιδιοτελείς προσεγγίσεις. Βασικές αφετηρίες της κριτικής είναι οι εξής:

Όσοι δεν ζουν άμεσα από τον τουρισμό, προφανώς κατανοούν δυσκολότερα τις σημαντικές θετικές επιπτώσεις του στις επιμέρους τοπικές κοινωνίες, αλλά και σε όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της τοπικής αγροτικής παραγωγής, της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας.
Όσο πιο ευνοημένος παραθεριστής είσαι, ακόμα και αν έχεις χτίσει το σπίτι σου, τόσο δεν θέλεις κανέναν άλλον να χτίσει ή να έρθει στα μέρη που διαμένεις. Το ίδιο ισχύει αν είσαι επαγγελματίας και δεν θέλεις κανένας να σε ανταγωνιστεί.
Όσοι έχουμε παιδικές αναμνήσεις από μία άλλη εποχή, όπου υπήρχαν λιγότεροι τουρίστες στις ακτές, περισσότερες παραδόσεις και μυρωδιές, τόσο μας δημιουργείται συναισθηματική φόρτιση για τη νέα κατάσταση του τουρισμού.
Υπάρχει βέβαια και μία κατηγορία οικολόγων που πιστεύουν, ούτως ή άλλως, ότι η όποια μορφή ανάπτυξης, ακόμα και η βελτίωση των υποδομών, καταστρέφει το περιβάλλον.
Μετά το τέλος του καλοκαιριού, οι σκέψεις αυτές δίνουν τη θέση τους σε άλλες συζητήσεις. Η προσοχή στρέφεται προς το μέλλον του τουρισμού και τις επιδόσεις του τομέα το 2025. Παρόλο που με τα μέχρι σήμερα στοιχεία, οι προκρατήσεις είναι θετικές και οι ταξιδιωτικοί Οργανισμοί και οι αερομεταφορείς προσθέτουν νέες συνδέσεις, οι προκλήσεις του επόμενου έτους θα είναι πολλές. Σε κάθε περίπτωση, κυρίαρχη θα είναι η επιθυμία να διατηρηθεί η ανοδική πορεία των τουριστικών ροών και των εσόδων.

ΠΟΙΟΤΗΤΑ-ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ-ΜΕΤΡΟ

Ο ΣΕΤΕ, ως ο Οργανισμός που εκπροσωπεί τον τουριστικό τομέα, εστιάζει στη στρατηγική ανάπτυξη ενός βιώσιμου μοντέλου τουρισμού. Κεντρικός άξονας αυτής της στρατηγικής είναι η ισορροπία ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και την περιβαλλοντική προστασία. Άλλωστε, αφενός δεν μπορούμε να έχουμε ευχαριστημένους επισκέπτες, χωρίς να έχουμε ικανοποιημένους κατοίκους και αφετέρου η προστασία και η διατήρηση του τόπου είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη του τουρισμού.

Στο πλαίσιο αυτό ο ΣΕΤΕ θεωρεί το 2025 έτος βιώσιμης ανάπτυξης, ενεργοποιώντας πλήθος σχετικών πρωτοβουλιών. Κεντρικός άξονας της στρατηγικής μας αποτελεί η έννοια «μέτρον», τόσο από τη σκοπιά της μέτρησης, όσο και της αρχαιοελληνικής προσέγγισης του μέτρου. Έτσι, o ΣΕΤΕ, πέρα από την ιδρυτική του δέσμευση για την προώθηση της ποιότητας στον ελληνικό τουρισμό, επικεντρώνεται πλέον στο τρίπτυχο των αξιών «ποιότητα, βιωσιμότητα και μέτρο».

Ονομάσαμε την πρωτοβουλία μας «Metron Sustainable Tourism», με στόχο το μετασχηματισμό των επιχειρήσεων στην κατεύθυνση της αειφόρου ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, περιλαμβάνεται και το εγχειρίδιο του ΙΝΣΕΤΕ, το οποίο παρουσιάζει δέκα απλές πρακτικές για βιώσιμα ξενοδοχεία, που αυτόνομα μπορούν να εφαρμόσουν στην επιχείρησή τους. Η προσέγγιση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς, ενώ η έννοια της «βιωσιμότητας» υιοθετείται ολοένα και περισσότερο από τις μεγάλες επιχειρήσεις, έχουμε διαπιστώσει ότι οι μικρότερες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες προκλήσεις, αφού αγωνιούν -κυρίως- για τα βραχυχρόνια αποτελέσματα. Ανεξάρτητα από το μέγεθος και τον κλάδο της τουριστικής επιχείρησης, πιστεύουμε ότι όλοι μπορούν να συμβάλουν σ’ έναν πιο βιώσιμο τουριστικό τομέα στην Ελλάδα. Γι’ αυτό, με όχημα τη συσσωρευμένη τεχνογνωσία μας και παρακολουθώντας στενά τις διεθνείς εξελίξεις, εργαζόμαστε συστηματικά για την ταχύτερη προσαρμογή των επιχειρήσεων κάθε μεγέθους, ώστε ν’ ακολουθήσουν μια πορεία με καθαρά θετικό αποτύπωμα.

Ο,ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΛΑ, ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τελευταίο Συνέδριο «Reimagine Tourism 2024», που διοργανώθηκε από την εφημερίδα Καθημερινή με την παρουσία του Πρωθυπουργού, υπήρξε μια σαφώς πιο ισορροπημένη προσέγγιση στα ζητήματα που αφορούν τον τουρισμό, σε σύγκριση με το περσινό συνέδριο, όπου ασκήθηκε έντονη κριτική. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η χώρα μας διαθέτει ένα εξαιρετικά ισχυρό brand name και κατατάσσεται στις κορυφαίες επιλογές των ταξιδιωτών και παράλληλα ο τουρισμός θεωρείται ολοένα και περισσότερο ζωτικής σημασίας για την ανθρώπινη ευημερία(well being), έχουμε την ευθύνη όχι μόνο να προβληματιζόμαστε, αλλά και να βελτιωνόμαστε συνεχώς. Το σύνθημά μας πρέπει να είναι: «ό,τι κάνουμε καλά, να το κάνουμε ακόμη καλύτερα», διασφαλίζοντας το μέλλον της βασικής πηγής εισοδήματος και πλούτου για τη χώρα μας.

ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ

Μεταξύ των θεμάτων που συζητούνται έντονα είναι η βραχυχρόνια μίσθωση. Όπως είναι γνωστό, η συζήτηση γύρω από αυτό το ζήτημα εξελίσσεται δυναμικά τα τελευταία δέκα χρόνια, έχοντας τόσο θετικές όσο και αρνητικές πτυχές. Με δεδομένο ότι οι προσφερόμενες κλίνες βραχυχρόνιας μίσθωσης έχουν πλέον ξεπεράσει τις κλίνες των ξενοδοχείων, έμφαση δίνεται στις αρνητικές επιπτώσεις στις ταξιδιωτικές ροές και στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Ωστόσο, υπάρχει γενική συμφωνία για την ανάγκη ρύθμισης της αγοράς αυτής και έμφασης σε θέματα υγείας και ασφάλειας και τον περιορισμό της, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής.

Η βραχυχρόνια μίσθωση αποτελεί κεντρικό θέμα στις συζητήσεις για τον «υπερτουρισμό» και κυρίως για τη στέγαση. Πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν πολυεπίπεδη πολιτική προσέγγιση. Ο ΣΕΤΕ επιδιώκει πάντα να προτείνει λύσεις με διακομματική συναίνεση, αλλά το θέμα της βραχυχρόνιας μίσθωσης -που είναι μέρος του τουριστικού προϊόντος- είναι ένα από τα πιο δύσκολα. Απαιτούνται γενναίες πολιτικές για τη στέγαση και ανάθεση μεγαλύτερων αρμοδιοτήτων στις Τοπικές Αρχές. Το ίδιο ισχύει και για τις επιπτώσεις της κρουαζιέρας, όπου είναι απαραίτητο να λαμβάνονται αποτελεσματικά μέτρα, αξιοποιώντας τη διεθνή εμπειρία, ώστε να διατηρείται η ισορροπία στις τοπικές κοινωνίες. Ισχυριζόμαστε ότι τα θέματα του αποκαλούμενου «υπερτουρισμού», που αφορούν σε κάθε περίπτωση συγκεκριμένες περιοχές, είναι κυρίως θέματα ελλιπών δημόσιων υποδομών και κακής διαχείρισης των προορισμών και που, με τα κατάλληλα μέτρα, μπορείς να πετύχεις σημαντική βελτίωση.

ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Επίκαιρο θέμα είναι και οι φορολογικές επιβαρύνσεις στις τουριστικές επιχειρήσεις. Επισημαίνω, με ιδιαίτερη έμφαση, ότι οι τελευταίες επιβαρύνσεις, όπως το τέλος διαμονής και το τέλος παρεπιδημούντων, ανακοινώθηκαν χωρίς τον απαραίτητο διάλογο για το ύψος και τον τρόπο διάθεσης και κυρίως μέσα σ’ ένα κλίμα «τιμωρητικό» και παραπληροφόρησης για τον τουρισμό. Ένα από τα βασικά ζητήματα της κοινωνίας μας, με παράδειγμα τις επιβαρύνσεις, είναι η ποιότητα του κοινωνικού διαλόγου. Η υποβάθμισή του και η αντικατάστασή του από προσχηματικούς διαλόγους ή/και πεφωτισμένες αποφάσεις αποβαίνει σε βάρος, όχι μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση του τουρισμού, αλλά και της ποιότητας της ζωής μας.

Προσπαθώ με κάθε τρόπο να υποστηρίξω ότι σε μία εποχή με πολλά προβλήματα, που πολλές φορές φαντάζουν και δυσβάσταχτα, μόνο ο καλόπιστος και ορθολογικός κοινωνικός διάλογος μπορεί να ελαφρύνει τη μεγάλη πίεση που υφιστάμεθα.

Θα μπορούσα να συνεχίσω με πολλές σκέψεις, αλλά ήδη το συγκεκριμένο κείμενο θα γινόταν ιδιαίτερα μακροσκελές.

*Ο Γιώργος Βερνίκος είναι Γενικός Γραμματέας του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και Πρόεδρος του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ)