Ας ξεχάσουμε προσωρινά ότι η ηλεκτρική ενέργεια είναι κοινωνικό αγαθό, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει ζωή στο πλαίσιο του σύγχρονου πολιτισμού.
Κοινωνικό αγαθό το οποίο έστω και αν διατίθεται ως εμπόρευμα, χρειάζεται ειδικά μέτρα και διαχείριση ώστε να είναι προσιτό σε όλους. Ωστόσο ακόμη και αν το αντιμετωπίσουμε απλά ως εμπόρευμα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του που το καθιστούν μοναδικό. Δεν έχει καμία σχέση με τα συνήθη προϊόντα, στα οποία διακρίνονται διαφορετικά είδη και ποιότητες, και ακόμη λόγω της πολλαπλότητας των πηγών προμήθειας οι έμποροι μπορούν να τα προμηθεύονται σε διαφορετικές τιμές. Στον ηλεκτρισμό δεν υπάρχουν αυτές οι διαφοροποιήσεις. Όλοι οι έμποροι (πάροχοι) πωλούν ακριβώς το ίδιο ηλεκτρικό ρεύμα και όλοι το αγοράζουν ακριβώς στην ίδια τιμή, την Τιμή Εκκαθάρισης της Αγοράς (ΤΕΑ), που διαμορφώνεται στο χρηματιστήριο κάθε ώρα.
Σε τι συνίσταται λοιπόν στην ουσία ο ανταγωνισμός; Αποκλειστικά στο περιτύλιγμα. Και εδώ αρχίζει ο ρόλος του μάρκετινγκ. Θηριώδεις διαφημιστικές καμπάνιες που ίσως και να ξεπερνούν τις διαφημίσεις των απορρυπαντικών, συχνότατες τηλεφωνικές οχλήσεις των πολιτών, υπερπολυτελή καταστήματα με προορισμό όχι την εξυπηρέτηση των καταναλωτών αλλά την υπογράμμιση της παρουσίας και τον εντυπωσιασμό των παρόχων. Μέχρι και το 2019 η ΔΕΗ δαπανούσε για επικοινωνία λιγότερα από 1,8 εκατ. το χρόνο. Σήμερα δαπανά δεκάδες εκατομμύρια. Αντίστοιχα η ΔΕΗ μέχρι το 2019 είχε περίπου 110 καταστήματα σε όλη τη χώρα κατά κανόνα απέριττα. Σήμερα τα καταστήματα της ΔΕΗ και των λοιπών παρόχων ξεπερνούν τα 300 και είναι πολυτελέστατα. Και μάλιστα διαχειρίζονται ελάχιστο σε σχέση με το παρελθόν αντικείμενο, καθώς έχουν γενικευτεί οι ηλεκτρονικές πληρωμές και έχει γενικά προοδεύσει η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών. Τα ανωτέρω συνεπάγονται πολύ μεγάλο κόστος, το οποίο δεν υπήρχε προηγουμένως και βέβαια επιβαρύνει τους καταναλωτές.
Ωστόσο, ούτε αυτά είναι αρκετά για τον ανταγωνισμό. Πρέπει να εμφανιστεί διαφοροποίηση στην τιμή πώλησης. Αληθινή ή παραπλανητική, ουσιαστική ή άνευ ουσίας, δεν έχει τόσο σημασία. Αρκεί να φανεί διαφοροποίηση. Έτσι μας προέκυψαν τα 4 έγχρωμα τιμολόγια, για τα οποία ο απελθών υπουργός κ. Σκυλακάκης δήλωσε ότι λειτούργησαν παιδευτικά προς τους καταναλωτές για να εξοικειωθούν με τον ανταγωνισμό. Ας μου επιτρέψει να του απαντήσω ότι στην ουσία λειτουργούν για να συγκαλύπτουν την ακρίβεια του ρεύματος, (τιμή 50% και πλέον σε σχέση με το 2019) μήπως -αν είναι δυνατό- τη συνηθίσουν οι καταναλωτές.
Με τα 4 έγχρωμα τιμολόγια και τις διάφορες παραλλαγές και προσφορές που έχει εφεύρει το ευφάνταστο μάρκετινγκ των παρόχων και τις παρουσιάζει με αγγλόφωνες ονομασίες (για λόγους «κύρους» και μοντερνισμού) οι τιμολογιακές προτάσεις των παρόχων ξεπερνούν τις 60! Βεβαίως λαμβάνοντας υπόψη ότι κανείς έμπορος δεν πωλεί με ζημία, εκτός εάν για λόγους στρατηγικής αύξησης του μεριδίου της αγοράς προβαίνει σε συγκεκριμένες προσφορές για περιορισμένο προφανώς διάστημα, γίνεται αντιληπτό ότι οι διαφορές στην ουσία είναι αμελητέες, ειδικότερα στις μικρές καταναλώσεις. Κανείς δεν πωλεί φθηνότερα από τη χονδρική τιμή. Επιπλέον παρατηρείται συχνά το παράδοξο φαινόμενο το κίτρινο ή το πράσινο τιμολόγιο που εξ ορισμού πρέπει να είναι φθηνότερα καθώς με τα τιμολόγια αυτά οι πάροχοι δεν έχουν καθόλου ρίσκο, να είναι ακριβότερα του μπλε, με το οποίο οι πάροχοι αναλαμβάνουν όλο το ρίσκο των διακυμάνσεων της χονδρικής τιμής και ως εκ τούτου στην τελική τιμή προσθέτουν συντελεστή ασφαλείας.
Δηλαδή, υπάρχουν περιπτώσεις που οι πάροχοι με διάφορες μεθοδεύσεις που ευνοούνται από τη δομή των τιμολογίων, κερδίζουν περισσότερα από τα κίτρινα και πράσινα τιμολόγια. Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση ΥΠΕΝ/ΔΗΕ/120637/2107 το πράσινο τιμολόγιο συντίθεται από τη Βασική Τιμή, η οποία κανονικά θα έπρεπε να ήταν σταθερή και να διαμορφώνεται κοντά στο προβλεπόμενο κόστος προμήθειας, και από το Μηχανισμό Διακύμανσης, με τον οποίο θα συνυπολογίζονται οι διακυμάνσεις της χονδρικής, ώστε η τελική τιμή να αντανακλά στο κόστος προμήθειας του παρόχου συν ένα λογικό κέρδος. Ωστόσο, η Απόφαση καθορίζει μεν ότι η Βασική Τιμή θα είναι σταθερή για 6 μήνες, αλλά επιτρέπει τον καθορισμό του ύψους της από τους παρόχους αυθαίρετα χωρίς κανένα περιορισμό, και ταυτόχρονα προβλέπει ότι οι πάροχοι μπορούν επ αυτής να κάνουν εκπτώσεις τις οποίες έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλλουν κάθε μήνα. Έτσι η σταθερότητα της Βασικής Τιμής καθίσταται εικονική, καθώς με τις εκπτώσεις στην πραγματικότητα αλλάζει κάθε μήνα. Αφετέρου οι πάροχοι εκμεταλλευόμενοι τη δυνατότητα του νόμου δίνουν στη Βασική Τιμή υπερβολικά υψηλές τιμές, χωρίς καμία σχέση με το κόστος που έχουν προμηθευτεί την ενέργεια, επι των οποίων ανακοινώνουν εντυπωσιακές «εκπτώσεις», ακόμη και 60%! Έτσι και πωλούν ακριβά και εμφανίζονται ότι κάνουν εκπτώσεις. Η ουσία είναι ότι με τον τρόπο αυτό η τελική τιμή δεν αντανακλά στο κόστος και πάντως δεν ακολουθεί (ή τις ακολουθεί από απόσταση) τις όποιες μειώσεις της χονδρικής τιμής. Το ίδιο συμβαίνει και με το κίτρινο τιμολόγιο.
Αντί για τον τραγέλαφο των σημερινών τιμολογίων, θα έπρεπε να υπάρχουν δύο τύποι τιμολογίων, που θα διαμορφώνονται κατ’ αναλογία των επιτοκίων δανεισμού. Ένα σταθερό για εύλογο διάστημα, το οποίο θα είναι ανεξάρτητο από τις διακυμάνσεις της χονδρικής τιμής, και ένα κυμαινόμενο, το οποίο θα διαμορφώνεται σε συνάρτηση με τη χονδρική τιμή, και θα έχει την απλούστερη δυνατή μορφή, από την οποία θα φαίνεται ξεκάθαρα το περιθώριο κέρδους των παρόχων. Για παράδειγμα, Λιανική τιμή = Χονδρική τιμή επι (1+ε), όπου ε το περιθώριο κέρδους. Έτσι θα μπορούν να συγκρίνουν οι καταναλωτές και να αποφασίζουν. Έτσι θα μειώνεται η λιανική τιμή με τον ίδιο ρυθμό που μειώνεται η χονδρική. Έτσι θα έχουν κίνητρο οι πάροχοι να μειώνουν τα λειτουργικά τους έξοδα, να μειώνουν το περιθώριο κέρδους τους και να διεκδικούν και να πιέζουν για τη σύναψη με τους παραγωγούς διμερών συμβολαίων με χαμηλότερες τιμές εκτός χρηματιστηρίου, όπως γίνεται σε άλλες χώρες της ΕΕ. Αλλά αυτά τα αυτονόητα θα κατεδαφίσουν το σύστημα που έχει στηθεί σήμερα, και εντελώς αδικαιολόγητα σε σχέση με το κόστος παραγωγής έχει οδηγήσει στις πανάκριβες τιμές και στα υπερκέρδη.
* Ο Μανώλης Παναγιωτάκης είναι Μηχανολόγος-Ηλεκτρολόγος ΕΜΠ, τ. Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ
*από topontiki.gr