Είχα τη σπάνια ευκαιρία να περάσω δύο φορές το κατώφλι του εμβληματικού Οβάλ Γραφείου στον Λευκό Οίκο και να παρακολουθήσω από κοντά τις συναντήσεις που είχε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τους δύο τελευταίους Προέδρους των ΗΠΑ: η πρώτη τον Ιανουάριο του 2020 με τον Ντόναλντ Τραμπ και η δεύτερη τον Μάιο του 2022 με τον Τζο Μπάιντεν.
Η πιο ζωηρή ανάμνηση που έχει καταγραφεί -ίσως και ανεξίτηλα- στη μνήμη μου από τις δύο αυτές εμπειρίες είναι η εντελώς διαφορετική αύρα που εκπέμπονταν στην ατμόσφαιρα η οποία επικρατούσε στον διασημότερο χώρο εργασίας ολόκληρου του πλανήτη, όπου τις τελευταίες πολλές δεκαετίες έχουν ληφθεί σημαντικές αποφάσεις που καθόρισαν το ιστορικό γίγνεσθαι σύμπασας της Υφηλίου και έχουν γίνει άπειρες συναντήσεις ανάμεσα στον εκάστοτε Αμερικανό Πρόεδρο και ηγέτες από όλον τον κόσμο.
Στη συνάντηση Τραμπ – Μητσοτάκη το κυρίαρχο αίσθημα ήταν η αγωνία της ελληνικής πλευράς για την τυχόν απρόβλεπτη διάσταση που θα μπορούσε να έχει το τετ α τετ του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ σε μια κρίσιμη συγκυρία κατά την οποία η ελληνική διπλωματία αναζητούσε ερείσματα για να αποκρούσει την εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα που είχε κορυφωθεί με την υπογραφή του διαβόητου παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου το οποίο παραβίαζε τα δικαιώματα της Ελλάδας στις θαλάσσιες ζώνες.
Για του λόγου το αληθές, λίγες μόνον ώρες πριν από την επίμαχη συνάντηση, ο υπογράφων, αποτυπώνοντας την αγωνία που διακατείχε την ελληνική αντιπροσωπεία, επεσήμαινε χαρακτηριστικά στο protothema.gr: «Σε αντίθεση τόσο με το Κογκρέσο που ψήφισε διακομματικά τον νόμο EastMed Act που αποτελεί κόλαφο για την Τουρκία, όσο και με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο έχει πάρει σαφή θέση κατά της τουρκολιβυκής συμφωνίας, ο Λευκός Οίκος εμφανίζεται διστακτικός να προχωρήσει σε μια απερίφραστη καταδίκη των συνεχιζόμενων προκλήσεων της Άγκυρας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου».
Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο ήταν παγκοίνως γνωστό ότι ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε άμεση πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, κυρίως μέσω της παρασκηνιακής επαφής που διατηρούσε η Άγκυρα -και πιο συγκεκριμένα η οικογένεια Ερντογάν- με τον περίφημο Αμερικανό επενδυτή Τζάρεντ Κούσνερ, ο οποίος συνέβαινε να είναι γαμπρός και ανώτερος σύμβουλος του Τραμπ (και ο οποίος έχει ρίξει οικονομικά «δίχτυα» στην ευρύτερη περιοχή μας και τελευταία φέρεται να έχει κάνει «κολεγιά» με τον κύκλο του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα).
Η ελληνική αποστολή στην αμερικανική πρωτεύουσα ανέπνευσε βαθιά όταν ολοκληρώθηκε η συνάντηση των δύο ηγετών, η οποία θεωρήθηκε ότι «πήγε καλά, επειδή δεν πήγε άσχημα», όπως ήταν ο αρχικός φόβος για το απρόοπτο που διακατείχε τους πάντες: από τον ίδιο πρωθυπουργό έως τον χαμηλότερο διπλωματικό υπάλληλο.
Σε κάθε περίπτωση, η ατμόσφαιρα στον Λευκό Οίκο δεν είχε καμία σχέση με την ενθουσιώδη υποδοχή που έτυχαν την επόμενη μέρα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η συνοδεία του από τον υπουργό των Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, παρουσία και του Αντιπροέδρου Μάικ Πενς. Και οι δύο Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν φείσθηκαν εγκωμίων για την Ελλάδα και, υπό τα θερμά χειροκροτήματα των παρισταμένων, έκαναν πρόποση υπέρ του φωτεινότερου μέλλοντος στη σχέση των δύο χωρών υψώνοντας συμβολικά ποτήρια με… ούζο.
Είκοσι οκτώ μήνες αργότερα, όταν επισκέφθηκε και πάλι την Ουάσιγκτον ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όλα ήταν διαφορετικά. Η υποδοχή την οποία έτυχε από τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο ήταν πολύ θερμή. Ενώ ακόμη θερμότερη -κατ΄ άλλους μάλλον αποθεωτική- υπήρξε η ανταπόκριση την οποία είχε η ιστορική ομιλία που απηύθυνε στο Καπιτώλιο ο Έλληνας πρωθυπουργός στη διάρκεια της Κοινής Συνόδου Γερουσίας και Βουλής των Αντιπροσώπων, παρουσία, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, της Αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις και της Προέδρου της Βουλής Νάνσι Πελόζι.
Την ίδια περίοδο, ο Τούρκος Πρόεδρος κατέβαλλε απεγνωσμένες προσπάθειες να εξασφαλίσει μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο. Πλην, όμως, ματαίως. Το αίτημα του Ερντογάν δεν ικανοποιήθηκε ούτε όταν έστησε σόου στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης με περαστικούς που τάχατες εκθείαζαν τη συμβολή του στην ουκρανική κρίση, ενώ ήταν γνωστό σε όλους το διπλό παιχνίδι που έπαιζε στηρίζοντας την εισβολή της Ρωσίας.
Μεταφέρω τα συγκεκριμένα -βιωματικού, κατά βάση, χαρακτήρα- στιγμιότυπα, χωρίς, ωστόσο, να τρέφω αυταπάτες ή να είμαι θιασώτης των απλοϊκών προσεγγίσεων για «φιλέλληνες» και «ανθέλληνες» όταν πρόκειται για ηγέτες άλλων χωρών που εκλέγονται από τους λαούς τους για να υπερασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Από την άλλη, όμως, αρνούμαι να ενστερνιστώ την ισοπεδωτική λογική ότι «όλοι το ίδιο είναι». Και, υπό αυτό το πρίσμα, δεν θεωρώ ότι μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι για το ποιος θα εκλεγεί την προσεχή Τρίτη ώστε να αναλάβει από τις 20 Ιανουαρίου 2025 καθήκοντα ως επόμενος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Κακά τα ψέματα και πέρα από τον δικό μας μικρόκοσμο σε τούτη τη γωνιά της Υφηλίου, η επιλογή των Αμερικανών ψηφοφόρων ανάμεσα στον τέως Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και στη νυν Αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, η οποία ατυχώς πήρε πολύ αργά το χρίσμα για να διεκδικήσει το ύπατο αξίωμα, περισσότερο ίσως από οποτεδήποτε άλλοτε στην ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, αποτελεί ένα καθοριστικό διακύβευμα για τις τύχες όλων μας, ανεξαρτήτως από το μήκος και το πλάτος του πλανήτη στο οποίο κατοικούμε.
Ο Ντόναλτ Τραμπ έχει, δίχως αμφιβολία, δώσει σαφή δείγματα γραφής για τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύτηκε κατά το παρελθόν: από την αμφισβήτηση της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας έως την εχθροπάθεια προς κάθε τι διαφορετικό, τα fake news και την παρουσίαση των οικονομικών ανισοτήτων ως νέα κανονικότητα. Υπό αυτή τη συνθήκη, μόνον αφελείς μπορεί να πιστέψουν ότι, εφόσον πετύχει να επανέλθει στον Λευκό Οίκο, μπορεί να είναι διατεθειμένος να πολιτευθεί με διαφορετικό τρόπο στο μέλλον.
Πολύ περισσότερο όταν ο κατά γενική ομολογία αδίστακτος τέως Πρόεδρος, εφεξής δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει τον παραμικρό φόβο απώλειας της θέσης του, αφού δεν προβλέπεται να τεθεί άλλη φορά στη βάσανο της λαϊκής ψήφου. Αν την προηγούμενη φορά που έχασε τις εκλογές ξεσήκωσε τον φιλικό προς το πρόσωπό του όχλο και τον οδήγησε στην αιματηρή πολιορκία του Καπιτωλίου, ευλόγως μπορεί ο καθείς να σκεφθεί τι «τέξεται η επιούσα» στη σφόδρα πιθανή εκδοχή της ανάδειξής του ως νικητή στην κάλπη της προσεχούς Τρίτης.
Ο λαός (των Ηνωμένων Πολιτειών) της Αμερικής να… βάλει το χέρι του!
*από protothema.gr