Οι προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής ενόψει των εκλογών.
Η ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες από την ελληνική κυβέρνηση ήταν μια αναμενόμενη εξέλιξη, έπειτα από την ανακοίνωση του εξοπλιστικού προγράμματος για την επόμενη δεκαετία. Στον δημόσιο διάλογο είχε κατατεθεί η άποψη “παραίτησης” από τη ρήτρα διαφυγής λόγω του υψηλού δημόσιου χρέους και των πιθανών αναταράξεων που μπορεί να προκαλέσει στην παγκόσμια οικονομία η δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ. Από την άλλη, συνδυαστικά με το γεγονός της καταγραφής υψηλού πλεονάσματος για το 2024, ακούγονται προτάσεις “εκμετάλλευσης” του δημοσιονομικού χώρου με γνώμονα την δημοσκοπική ανάκαμψη της κυβέρνησης, παραμερίζοντας τις πραγματικές ανάγκες και τις σημαντικές προκλήσεις του μέλλοντος. Μια εναλλακτική πρόταση θα ήταν να εκμεταλλευτούμε αφενός τη ρήτρα διαφυγής και αφετέρου την ικανότητα – δυναμική της ελληνικής οικονομίας προκειμένου να προχωρήσουμε στην απαραίτητη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, που παραμένει ως μια διαχρονική εκκρεμότητα.
Καταρχάς κρίνεται απαραίτητο να επιχειρήσουμε να καταγράψουμε τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η οικονομική πολιτική τα επόμενα χρόνια. Από την μία πλευρά, η επίτευξη των στόχων με βάση το ισχύον ευρωπαϊκό πλαίσιο που ορίζεται από το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας, η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού δημόσιου χρέους και η σταθερή πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές. Από την άλλη, η ικανοποίηση μιας σειράς κρίσιμων και αναγκαίων δαπανών: α) Η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους με προτεραιότητα σε υγεία και παιδεία, β) η αντιμετώπιση της υστέρησης των υποδομών σε επάρκεια, ανθεκτικότητα και ασφάλεια, γ) η βελτίωση των πραγματικών εισοδημάτων, δ) η αναβάθμιση της αμυντικής αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας ε) η κάλυψη του επενδυτικού κενού και η επιτάχυνση της ψηφιακής και “πράσινης” μετάβασης και στ) η διαχείριση του δημογραφικού προβλήματος.
Η πολιτική πίεση που αναμένεται να ασκηθεί για την ικανοποίηση των παραπάνω αναγκών όσο θα πλησιάζουμε το 2027, προβλεπόμενο έτος διεξαγωγής των εκλογών, θα είναι μεγάλη. Πρακτικά αναζητούμε σημαντικούς πόρους, με κυριότερη πηγή εισροής να αποτελεί το φορολογικό σύστημα. Αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, δύσκολα θα χαρακτηρίζαμε το ισχύον σύστημα ως δίκαιο, όταν οι έμμεσοι φόροι υπερτερούν σε αυτό το βαθμό των άμεσων ή όταν η μισθωτή εργασία επιβαρύνεται δυσανάλογα των προσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα και κεφάλαιο ή όταν επιλέγεται η κινητροποίση της κατανάλωσης έναντι της παραγωγής και των επενδύσεων. Η όποια συζήτηση για την φορολογική πολιτική περιορίζεται στην μείωση των συντελεστών ενώ ταυτόχρονα δαιμονοποιείται η οποιαδήποτε νύξη μεταρρύθμισης καθώς κακώς νοείται ως διάθεση αύξησης των βαρών.
Αν δούμε συνδυαστικά τα σημερινά δεδομένα μας δίνεται μια σημαντική ευκαιρία να προχωρήσουμε σε επανασχεδιασμό/μεταρρύθμιση του συστήματος. Με βασικούς στόχους: α) τους μεγαλύτερους και βιώσιμους ρυθμούς μεγέθυνσης μέσω μιας αποτελεσματικής συσχέτισης μεταξύ μακροοικονομικής – αναπτυξιακής και δημοσιονομικής πολιτικής, β) την σταδιακή αλλαγή κατανομής μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων, γ) τη μείωση των βαρών της μισθωτής εργασίας, δ) την ενίσχυση των επενδύσεων, ε) την βελτίωση του κοινωνικού κράτους ως συντελεστή της ανάπτυξης και στ) τη σταθερή “σχέση” με τις διεθνείς αγορές και την επενδυτική κοινότητα. Εργαλεία προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η συνέχιση της θετικότατης προσπάθειας μείωσης της φοροδιαφυγής, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η επαναξιολόγηση των ισχύοντων φοροαπαλλαγών (η ΤτΕ τις υπολογίζει στα 18 δισ.€) και η κωδικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας. Ταυτόχρονα η επανεξέταση των συντελεστών μέσω της εισαγωγής μιας μεγαλύτερης προοδευτικότητας που θα μειώνει τα βάρη στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα και ο περιορισμός της αυτοτελούς φορολόγησης θα καταστήσει το σύστημα πιο δίκαιο και πιο αποτελεσματικό.
Καταληκτικά θα λέγαμε ότι οι ευνοϊκές αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο και οι αποτυπωμένες δυνατότητες της οικονομίας μας δίνουν την ευκαιρία να προχωρήσουμε στις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που έχει διαχρονικά ανάγκη η χώρα. Αντί να περιοριζόμαστε σε αποσπασματικές προσεγγίσεις που διακατέχονται από την αναχρονιστική “λογική” της ψηφοθηρίας οφείλουμε να αλλάξουμε οπτική προσεγγίζοντας ολιστικά τα κρίσιμα ζητήματα. Χωρίς αμφιβολία η οικονομία θα αποτελέσει το κύριο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης ενόψει των εκλογών του 2027 και βασικό κριτήριο επιλογής των πολιτών.
*Ο Δημήτρης Λιάκος είναι οικονομολόγος
*αναπαραγωγή από άρθρο στο Βήμα