Δημοτικές εκλογές 2019 στον Πειραιά: Πως διαμορφώνεται ο χάρτης

peiraias aerophoto

Πριν «πιάσουν δουλειά» οι δημοσκόποι το φθινόπωρο...

 

Ανάλυση Ειδικού Συνεργάτη

H κλεψύδρα γύρισε και σε εννέα μήνες πραγματοποιούνται τελικά οι Δημοτικές Εκλογές. Η ξαφνική αλλαγή από τον Π.Σκουρλέτη της προβλεπόμενης ημερομηνίας από τον Οκτώβριο του 2019 στον Μάιο και πάλι, έχει ανάψει φωτιές στα επιτελεία των υποψηφίων. Όλα ήρθαν νωρίτερα πέντε μήνες και αυτό ανάτρεψε χρονοδιαγράμματα, σχεδιασμούς, στρατηγικές.

Αυτό είναι το κλίμα και στους περισσότερους Δήμους της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά στους οποίους σύμφωνα με πληροφορίες έχουν γίνει ήδη δημοσκοπήσεις στο διάστημα των τελευταίων μηνών. Όπως μας εξηγούσε όμως έμπειρο στέλεχος μεγάλης εταιρείας δημοσκοπήσεων πολλά μπορούν να ανατραπούν στην τελική ευθεία. Πρώτον, γιατί υπάρχει ένα νέο και διαρκώς επιβαρημένο για τον ΣΥΡΙΖΑ και την Κυβέρνηση περιβάλλον που πιθανώς να δημιουργήσει προβλήματα στους υποψήφιους που ταυτίστηκαν με αυτόν ή θα στηριχτούν από αυτόν. Στην περιοχή δε του Πειραιά οι πολιτικές έρευνες δίνουν ακόμα μεγαλύτερες διαφορές εις βάρος του κυβερνώντος Κόμματος από ότι εμφανίζεται πανελλαδικά! Δεύτερον, γιατί ο νέος εκλογικός Νόμος ( απλή αναλογική χωρίς πλαφόν) θα σπρώξει πολλούς να είναι υποψήφιοι γα να μπουν έστω στο Δημοτικό Συμβούλιο και να μπορούν να διαπραγματευτούν οι ίδιοι για τον εαυτό τους με τον Δήμαρχο που θα εκλεγεί και δεν θα έχει πλειοψηφία στο Δημοτικό Συμβούλιο. Αν αυτό επαληθευτεί, μπορεί να ανακατευτεί πολύ η τράπουλα και να δημιουργηθεί διασπορά ψήφων τέτοια που η εκλογή θα μοιάζει σαν αποτέλεσμα ρουλέτας.

Η πιθανότητα εκπλήξεων είναι ως εκ τούτου ισχυρή. Ξεκινώντας από τον Δήμο Πειραιά, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά το προηγούμενο των περασμένων εκλογών. Ο Β. Μιχαλολιάκος εμφανιζόταν πανίσχυρος μέχρι ένα μήνα πριν τις εκλογές και ήταν η κάθοδος του Γ. Μώραλη με την υποστήριξη οικονομικών και πολιτικών παραγόντων από όλο το κομματικό φάσμα που ανάτρεψε τα πάντα μέσα σε ένα μήνα.

Εδώ οι τελευταίες έρευνες επιβεβαιώνουν την εικόνα ενός δημάρχου, του Γιάννη Μώραλη με ισχυρή προσωπική αποδοχή κι ακόμη σοβαρά περιθώρια ενίσχυσής της. Τουλάχιστον μεγαλύτερη από την αποδοχή του έργου του. Οι καθυστερήσεις στα εργοτάξια του μετρό και του τραμ (που πάντως δε αποτελούν δική του ευθύνη), αλλά και της αξιοποίησης των χρηματοδοτικών εργαλείων που εξασφάλισε, διαμορφώνουν ένα κλίμα υπόγειας ακόμη αμφισβήτησης σε ένα εκλογικό σώμα που έχει συνηθίσει να καταψηφίζει και όχι να υπερψηφίζει. Δεν είναι τυχαίο ότι μεταπολεμικά στον Πειραιά επανεκλέχτηκαν μόνο δύο δήμαρχοι. Κι αυτοί κατά την περίοδο ενδεκαετούς διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ (1993-2004), όταν διαρκώς αυξανόταν η αυτοπεποίθηση της ελληνικής κοινωνίας και ήταν σαφής η συνεχώς αυξανόμενη ισχύς της ελληνικής οικονομίας. Ήταν η περίπτωση του Στέλιου Λογοθέτη το 1994, όταν υποστηριζόταν από τον Άκη Τσοχατζόπουλο, πανίσχυρο υπουργό του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και τον Συνασπισμό. Αλλά και η περίπτωση του Χρήστου Αγραπίδη το 2002 που, αν και προερχόταν από την Νέα Δημοκρατία, στηρίχθηκε ποικιλοτρόπως και κυρίως οικονομικά από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ του Πειραιώτη Κώστα Σημίτη.

Σήμερα οι συνθήκες βέβαια είναι τελείως διαφορετικές. Και πέρα από τα οικονομικά δεδομένα που έχουν φέρει την ελληνική κοινωνία να ζει σε καθεστώς διαρκούς ανασφάλειας, οι πρόσφατες εξελίξεις τείνουν να μετατρέψουν τον κυβερνώντα ΣΥΡΙΖΑ σε τοξικό κόμμα, που λειτουργεί κατά ένα ιδιότυπο «διπλό» τρόπο. Αποδυναμώνει όσους απολαμβάνουν της υποστήριξής του. Και εξ αντανακλάσεως ενισχύει εκείνους στους οποίους δείχνει να επιτίθεται. Η στοχοποίηση έτσι από το κυβερνών κόμμα του Βαγγέλη Μαρινάκη (ο οποίος οπωσδήποτε συνδέεται με τον Πειραιά, την παράταξη «Πειραιάς-Νικητής», τον Γ.Μώραλη και τον Ολυμπιακό) οδηγεί τελικά ευρύτερα ακροατήρια να υποδέχονται θετικά την πολιτεία Μώραλη, ο οποίος –ας μην το ξεχνάμε- τελικά είναι Πρόεδρος του Ολυμπιακού, ενώ παράλληλα διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις με την Εκκλησία του Πειραιά.

Αν μπορεί να ανιχνευθεί ένα σοβαρό πρόβλημα, αυτό είναι το πώς ο Γ.Μώραλης θα μπορέσει να συντονίσει την παράταξή του και τους υποψήφιους συμβούλους του σε συνθήκες παράλληλης προεκλογικής περιόδου και για τις βουλευτικές εκλογές. Αν στηθούν την ίδια μέρα κάλπες για Βουλή και Δήμο, θα έχουμε το εξής παράδοξο: Οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι, κάποιοι με πολιτική αναφορά στη Νέα Δημοκρατία και κάποιοι στο ΚΙΝΑΛ να δίνουν έναν διπλό και αντιφατικό μεταξύ τους αγώνα. Να αγωνίζονται όλοι μαζί φυσικά για τον συνδυασμό τους και για την προσωπική τους επιτυχία και την ίδια στιγμή, απευθυνόμενοι στα ίδια ακροατήρια, να αγωνίζονται για δύο διαφορετικά κόμματα και κάποιοι μάλιστα να λειτουργούν και ως «κομματάρχες» υποψήφιων βουλευτών των δύο αυτών κομμάτων. Το πρόβλημα συνοχής σε μια τέτοια πολύ πιθανή περίπτωση είναι προφανές.

Από την άλλη πλευρά προφανέστατο είναι το πρόβλημα της αντιπολίτευσης. Μετά από 4,5 χρόνια δεν έχει αναδειχθεί ούτε ένα πρόσωπο που να μπορέσει να αμφισβητήσει βάσιμα την πολιτική της δημοτικής αρχής Μώραλη. Υπάρχουν περιφερειακές ενστάσεις, αλλά οπωσδήποτε δεν έχει προβληθεί ένα αξιόπιστο εναλλακτικό αφήγημα. «Εμείς θέλουμε και μπορούμε να κάνουμε αυτό κι όχι το άλλο για την πόλη». Δεν έχει υπάρξει δηλαδή μια σαφής κι ολοκληρωμένη εναλλακτική πολιτική πρόταση για τον Πειραιά.

Τελευταία, ακούγεται ότι κινείται ο Βασίλης Μιχαλολιάκος. Την συναισθηματική δυναμική που μπορεί να αναπτυχθεί γύρω από μια ενδεχόμενη υποψηφιότητά του, βεβαίως κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει. Παράλληλα όμως πρέπει να σημειώσει κανείς ότι αν συνιστά ένα πρόβλημα η τετραετής φυσική του απουσία από τα δημοτικά πράγματα (παραιτήθηκε μετά τις εκλογές του 2014) αποτελεί για τον ίδιο ένα τεράστιο πρόβλημα ότι στηρίζεται σε μια ομάδα δημοτικών συμβούλων που εν πολλοίς θεωρείται «ξεπερασμένη», περισσότερο «παλαιοκομματική» και με λιγότερα εφόδια τεχνοκρατικής κατάρτισης που απαιτεί η σύγχρονη τοπική αυτοδιοίκηση.

Αναφερόμενους υποψήφιους άλλων παρατάξεων, που υπάρχουν ή μπορεί να εμφανιστούν, οι έρευνες που κυκλοφορούν δεν δείχνουν ότι υπάρχει κάποιος ο οποίος μπορεί να κάνει την έκπληξη και να δημιουργήσει γύρω από την υποψηφιότητά του ένα σημαντικό ρεύμα. Αντίθετα, όπως καταγράφεται τόσο στις έρευνες, όσο και από το ρεπορτάζ, σε φάση απόλυτης αποσυσπείρωσης έχει περάσει το Λιμάνι της Αγωνίας το οποίο, εκτός από την ταύτισή του με τον ΣΥΡΙΖΑ που λειτουργεί αρνητικά, έχει να αντιμετωπίσει και το έλλειμμα προσώπου που μπορεί να αντικαταστήσει ικανοποιητικά τον Θοδωρή Δρίτσα. Ένα σημαντικό ποσοστό από το 17.5% που είχε συγκεντρώσει το 2014 εμφανίζεται να «περιπλανάται», αναζητώντας το πολιτικό του στίγμα, είτε πιο «δεξιά» είτε πιο «αριστερά», αποδυναμώνοντας τον ρυθμιστικό ρόλο που και λόγω απλής αναλογικής θα μπορούσε να παίξει το Λιμάνι της Αγωνίας.

Αύριο το β’ μέρος της ανάλυσης