Πόρος ανίκατε μάχαν!

του Τάκη Θεοδωρόπουλου

Η παιδική ηλικία είναι η πατρίδα της ψυχής. Σαν υδατογράφημα αναδύονται οι αναμνήσεις κάτω από την επιφάνεια. Πόρος, ένα μεγάλο κεφάλαιο της παιδικής μου ηλικίας. Δεκαετία του εξήντα. Το θωρηκτό «Αβέρωφ», παροπλισμένο μπροστά στο Προγυμναστήριο. Στον χώρο δεσπόζουν τα θερινά ανάκτορα του Όθωνα. Για περισσότερες λεπτομέρειες σας παραπέμπω στην «Αλίκη στο Ναυτικό», εγκώμιο της αθωότητας. Το πρώτο ραντεβού η Αλίκη με τον Παπαμιχαήλ το δίνουν κάτω από το ρολόι. Αυτό έχει το σχήμα καμπαναριού και βρίσκεται στην κορυφή της κωμόπολης με τις κεραμοσκεπές.

Δεν υπάρχει εικόνα του Πόρου χωρίς το ρολόι, το οποίο, εκτός των άλλων, έχει τη σπάνια ιδιότητα για δημόσιο ρολόι να δείχνει σωστά την ώρα. Το ρολόι το έφτιαξε ο Ιωάννης Παπαδόπουλος, δήμαρχος και βουλευτής, μεγάλος θείος, άντρας της αδελφής της εκ πατρός γιαγιάς μου, της νόνας μου. Είχε ταξιδέψει ως το Λονδίνο για να το παραγγείλει. Είχε αγοράσει κι αυτό το σπίτι, ένα διώροφο, ανάμεσα στον κινηματογράφο και την γκαλερί Citronne, όπου έμενα και τότε και μένω και τώρα. Τότε συγκατοικούσα με τις διάφορες θείες, τη Χρυσώ, την Αντιγόνη, την Ισμήνη, τη Ζίτσα, την Ελένη και την Άννα, άλλες χήρες, άλλες χωρισμένες. Το αγαπημένο μου φαγητό ήσαν οι κεφτέδες και το παστίτσιο. Εξακολουθώ να τα αγαπάω, μόνον που τώρα στον Πόρο βρίσκεις και steak tartare, και μάλιστα γνήσιο, όχι περασμένο στη μηχανή του κιμά, κομμένο στο χέρι. Μα είναι δυνατόν να βρεις steak tartare στον Πόρο; Και όμως είναι, και μάλιστα στον ίδιο κατάλογο με το παστίτσιο. Έτσι είναι ο Πόρος. Και τώρα στο ίδιο σπίτι όπου περνούσα τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας, αντί για τις θείες, αιωνία τους η μνήμη, με φιλοξενεί ο ανιψιός μου Τάσος, αεικίνητος και λάτρης των έντονων γεύσεων. Χάρη σ’ αυτόν, ξαναβρήκα τον Πόρο που τον είχα χάσει. Ανάμεσα στο παγωτό χωνάκι και το ποδήλατο της παιδικής μου ηλικίας, ανάμεσα στη Νεράιδα του Λάτση και τα σημερινά σούπερ Κατ, έχει μεσολαβήσει ένας κόσμος και μια ολόκληρη ζωή. Κατά σύμπτωση είναι η δική μου ζωή. Γι’ αυτό αγαπώ τον Πόρο.

Δεν θα μιλήσω για τη φυσική του ομορφιά, τον Πευκώνα της Καλαβρίας, τις παραλίες ή την προκυμαία που κάποτε ήταν γεμάτη βαρκάκια και τώρα είναι γεμάτη σκάφη. Κάτι τερατώδεις κατασκευές που έχουν αντικαταστήσει τις «βενζίνες» της παιδικής μου ηλικίας. Αυτές που νόμιζες πως θα διαλυθούν μόλις άναβαν οι μηχανές και σε πήγαιναν στις παραλίες, Νεώριο, Αίγλη, Μοναστήρι. Στο κάτω-κάτω από φυσική ομορφιά όπου κι αν ταξιδέψεις η Ελλάδα σε ανταμείβει – σε πείσμα του αγαπημένου μου γκρινιάρη, του Σεφέρη, που αγάπησε τον Πόρο. Η Βίλα Γαλήνη –υπάρχει ακόμη– και η «Κίχλη» – το ποίημα για το μισοβυθισμένο πλοίο που θυμάμαι το φουγάρο του να εξέχει απ’ την επιφάνεια του νερού όταν ήμουν μικρός. Πού να ξέρω όμως πως ο Σεφέρης το είχε κάνει ποίημα; Ο Σεφέρης σημάδεψε τον Πόρο της εφηβείας μου, τον Πόρο που δεν ήταν εκεί. Του είχα γυρίσει την πλάτη και τον ξανάβρισκα στις σελίδες του ημερολογίου του αγαπημένου μου τότε ποιητή. Η Βίλα Γαλήνη, το σπίτι του Λαμπράκη, ο λόφος με το πευκόδασος. Στην εφηβεία μου και τα χρόνια που ακολούθησαν ήμουν αφοσιωμένος στο Αιγαίο, η Άνδρος πρώτα, η Μυτιλήνη αργότερα.

Τον Πόρο τον είχα σχεδόν ξεχάσει, μάλλον τον είχα καταχωνιάσει στο υπέδαφος της ζωής μου. Ώσπου μια μέρα με κάλεσε ο ανιψιός μου Τάσος στο ίδιο εκείνο σπίτι που είχα περάσει τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας με τις θείτσες. Παρότι ήμουν άλλος άνθρωπος, ο Πόρος δεν είχε χάσει τη θαλπωρή του, σαν να άνοιγε στον καιρό της ωριμότητας ένα παράθυρο στο τοπίο της παιδικής μου ηλικίας.

Έχει αλλάξει η πληθυσμιακή σύνθεση. Τα εστιατόρια είναι γεμάτα από σκαφάτους ή ιστιοπλόους. Δύο φυλές με ειδικά χαρακτηριστικά, γραφική ενδυμασία και κοινό τρόπο συμπεριφοράς. Αυτό που με εντυπωσιάζει είναι ότι όλοι δείχνουν να παίρνουν πολύ στα σοβαρά το έργο τους. Κυρίως όταν πρόκειται να δέσουν. Πέρυσι είχε έρθει και το γιγάντιο του Ζούκερμπεργκ, ο ανιψιός μου είχε στείλει το drone του να το φωτογραφίσει, προσπάθησαν να το καταρρίψουν οι φρουροί του Ζούκερμπεργκ όμως αυτό επέζησε. Μπορεί να μοιάζει λίγο ειρωνικό ο Ζούκερμπεργκ να έχει τέτοια ευαισθησία με την προστασία της ιδιωτικότητάς του, όμως τι να κάνουμε; Με τούτα και μ’ εκείνα ο Πόρος είναι πάντα εδώ. Κι όταν τον ξαναβρήκα, μετά από τόσες δεκαετίες ζωής, ανακάλυψα πως ούτε εγώ είχα φύγει ποτέ από τον Πόρο.

Κάπου διάβασα, ελέω δημοσιογραφικού λυρισμού, πως ο Πόρος είναι η Βενετία του Σαρωνικού, λάθος. Η Βενετία είναι πανάκριβη ενώ ο Πόρος είναι απολύτως προσιτός. Έχει βέβαια την πολύχρωμη κωμόπολη όμως, καλώς ή κακώς δεν έχει το βάρος του μπαρόκ που σε αρπάζει απ’ τον λαιμό.

Στον Πόρο μπορείς να χαλαρώσεις και να ηρεμήσεις, κάτι που μοιάζει μάλλον αδύνατον στη Βενετία.

*Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι συγγραφέας-μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος.

Πηγή: athensvoice.gr

 

 

eep logo