Δυο κυρίες

laiki agora gynaikes

Του Δημήτρη Καπράνου

Μου αρέσει να μπαίνω στο λεωφορείο, να βρίσκω θέση και να παρατηρώ πρόσωπα και αντιδράσεις. Επί πολλά χρόνια, χρησιμοποιούσα μόνο το ΙΧ μου. Όταν, λόγω του "δακτυλίου" άρχισα να μπαίνω σε λεωφορεία και ηλεκτρικό, κατάλαβα τι έχανα τόσο καιρό!
Παρατηρούσα επί μήνες τώρα, δυο κυρίες, που έπαιρναν το λεωφορείο κάθε Πέμπτη, επιστρέφοντας από τη Λαϊκή που στήνεται στην περιοχή μας. Ανέβαιναν πάντα φορτωμένες τσάντες με τρόφιμα, λαχανικά και φρούτα κυρίως. Κάποιες, μερικές φορές, είχαν και τσάντες με ψάρια. Το αντιλαμβανόσουν αμέσως από την οσμή που ανέδυαν οι πλαστικές σακούλες που στοιβάζονταν μέσα στο καροτσάκι τους. Μερικές φορές, έπιαναν δυο θέσεις η καθεμιά, καθώς «άπλωναν» το καροτσάκι ή τις τσάντες στο διπλανό, κενό, κάθισμα. Υπήρξαν φορές που κάποιοι είχαν δυσανασχετήσει . «Πάρε, κυρά μου, την τσάντα στα πόδια σου να καθίσουμε κι εμείς» ήταν η συνήθης διατύπωση της διαμαρτυρίας. Ευγενέστατες, συμμορφώνονταν αμέσως, αλλά όταν είχαν ψάρια στην τσάντα, ο παρακαθήμενος δεν παρέμενε για πολύ!
Ήταν δυο γυναίκες από το σπάνιο, πλέον, είδος της «νοικοκυράς», μάλλον «οικοκυράς» επί το ορθότερο. Τον τελευταίο καιρό τις έχασα. Σκέφθηκα ότι ίσως είχαν μετακομίζει, ίσως ότι είχαν αλλάξει "Λαϊκή". Ομολογώ ότι μου έλειψε η ανά Πέμπτη συνάντησή μας. Εκείνες ανέβαιναν στην «Ευαγγελίστρια», εγώ κατέβαινα δυο στάσεις αργότερα. Εισέπνεα, όμως, την αύρα της «νοικοκυροσύνης», έστω και ανάμικτη με οσμές από σαρδέλες, γόπες ή σαφρίδια, ψάρια «δεύτερα» μεν αλλά πλούσια σε Ω3 για όσους γνωρίζουν από ψάρι. Και οι νοικοκυρές, πιστέψτε με, γνωρίζουν. Την περασμένη Πέμπτη, αποφάσισα να γυρίζω με τα πόδια και να βολτάρω μέσα από την Λαϊκή, απολαμβάνοντας χρώματα και ευωδιές. Δεν ξέρω αν σας αρέσει να μυρίζετε, ας πούμε, το σέλινο ή τα μπαχάρια, που απλώνουν οι μικροπωλητές στον πάγκο, το κομμένο στα δυο καρπούζι, που προσμένει τον αγοραστή των υπολοίπων, που παραμένουν άρτια, αλλά πάντα αινιγματικά ως προς το περιεχόμενο.
Θα ήταν τρεις το μεσημέρι, η αγορά είχε σχεδόν κλείσει, κάποιοι «τα μάζευαν». Καθώς περπατούσα, τις είδα. Τις κυρίες που είχα χάσει από το ταξίδι της Πέμπτης, τις είδα εκεί, στη γωνία. Με τα ίδια ρούχα, το ίδιο καροτσάκι. Πολύ θα ήθελα να τους μιλήσω, καθώς πλησίαζα. Με αντιλήφθηκαν και, με κίνηση απολύτως συγχρονισμένη, μπήκαν στο διπλανό στενό. «Τις καημένες, έρχονται κάθε Πέμπτη και μαζεύουν ότι έχει απομείνει» μου είπε ο μανάβης της γωνίας, που με αντελήφθη να τις κοιτάζω επιμόνως. Δεν εξεπλάγην. Η κρίση χτυπάει κυρίως τους νοικοκυραίους. Το ταξίδι της Πέμπτης τελείωσε. Οι κυρίες πηγαίνουν πλέον αργά στην αγορά.