Τι κάνουμε με το ασφαλιστικό;

avrantinis tasos

Του Τάσου Ι. Αβραντίνη*

Το ασφαλιστικό σύστημα του συνταγματολόγου Κατρούγκαλου μετά τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί πλέον παρελθόν. Η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ, που σύμφωνα με τις εξαγγελίες του δακρυσμένου -κατά τις προγραμματικές δηλώσεις του Ιανουαρίου του 2015- Αλέξη Τσίπρα θα ήταν κάθε λέξη του Συντάγματος, διεκδικεί το ρεκόρ παραγωγής αντισυνταγματικών νόμων από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.

Τι ήταν όμως το σύστημα Κατρούγκαλου και γιατί ήταν τόσο κακό;

Στην πραγματικότητα, ήταν ασφαλιστική οπισθοδρόμηση ή αλλιώς εφιαλτική «προμνησία» των συνταξιοδοτικών συστημάτων που απέτυχαν παταγωδώς σε όλες τις χώρες της Δύσης ήδη από τη δεκαετία του ’70. Η προηγούμενη κυβέρνηση με το ασφαλιστικό Κατρούγκαλου επιχείρησε ένα ταξίδι στο παρελθόν. Δημιούργησε ένα πλήρως διανεμητικό, κρατικό, άδικο και υπερσυγκεντρωτικό σύστημα εκτός πραγματικότητας.

Υποσχέθηκε αναπλήρωση στις συντάξεις της τάξεως του 80% με σαράντα χρόνια εργασίας, όταν όλοι οι ειδικοί σε Ελλάδα και Ευρώπη τούς εξηγούσαν, ότι εάν δεν πρόκειται για πολιτική απάτη, είναι τουλάχιστον κακόγουστο ανέκδοτο. Η αρχιτεκτονική του συστήματος ΣΥΡΙΖΑ υπονόμευσε τον δεύτερο ανταποδοτικό πυλώνα, των επαγγελματικών ταμείων, καθώς δέσμευσε σχεδόν το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών στον πρώτο κρατικό πυλώνα.

Συνεπείς με τις αριστερές πεποιθήσεις τους, επιχείρησαν να αντικαταστήσουν τις δημοσιονομικά επιζήμιες κρατικές επιχορηγήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία με τη βίαιη διεύρυνση της βάσης των εισφορών στο πλαίσιο μιας προκρούστειας λογικής, που αγνόησε τόσο τις ελληνικές ιδιαιτερότητες όσο και τις παγκόσμιες εξελίξεις σχετικά με τη μορφή της εργασίας μετατρέποντας σχεδόν όλους τους εργαζομένους σε μισθωτούς.

Το χειρότερο, υιοθέτησε μια αμιγώς ταξική πολιτική αύξησης των εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων, σε συνδυασμό με ευθεία φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, πολιτική πρόσθετης επιβάρυνσης, δηλαδή, των πλέον παραγωγικών ασφαλισμένων, χωρίς την παραμικρή ανταπόδοση (το περίφημο «πλαφόν»), προκειμένου να χρηματοδοτήσει «με τα λεφτά των άλλων» την προσωπική διαφορά των χαμηλών συντάξεων, όσων υποψιασμένων πρόλαβαν και συνταξιοδοτήθηκαν νωρίς.

Η πολιτική αυτή οδήγησε σε αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή σε τεράστια αύξηση της εισφοροδιαφυγής και μεγάλη συρρίκνωση της βάσης των εισφορών. Επιπροσθέτως, παραβίασε την αρχή της ισότητας, καθώς οι συνταξιούχοι πριν από το 2016 διατήρησαν το επιπλέον ποσό της σύνταξης που έπαιρναν, ως προσωπική διαφορά σε σχέση με τα χρήματα που έπαιρναν όσοι βγήκαν στη σύνταξη από το 2016 και μετά, χωρίς κάποια άλλη διαφοροποίηση (λ.χ. χρόνος εργασίας, ηλικία, καταβληθείσες εισφορές κοκ.).

Με τα ιδιαιτέρως δυσμενή δεδομένα του συνταξιοδοτικού συστήματος, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν επιγραμματικά στη φράση «λείπουν λεφτά για να πληρωθούν τόσο οι τρέχουσες όσο και οι μελλοντικές υποχρεώσεις», μπορεί να υπάρξει λύση στο πρόβλημα των συντάξεων;

Ναι, υπάρχει, αλλά η λύση του προβλήματος είναι επώδυνη κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τη χρηματοδότηση της μετάβασης από το σημερινό σύστημα σε ένα εντελώς νέο ασφαλιστικό, κυρίως κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα. Η διεθνής εμπειρία μάς οδηγεί αναπόφευκτα σε μια τέτοια επιλογή, προσαρμοσμένη ασφαλώς στις δυσκολίες της ελληνικής ιδιαιτερότητας.

Ωστόσο, οποιοδήποτε κόστος κι αν επωμιστούν οι ασφαλισμένοι και οι φορολογούμενοι για την απαλλαγή όλων μας από τις ασφαλιστικές αμαρτίες του παρελθόντος, αυτό θα είναι απείρως μικρότερο του κόστους διατήρησης του σημερινού χρεοκοπημένου κρατικού διανεμητικού συστήματος, το οποίο υπονομεύει σταθερά την έξοδο της χώρας από την κρίση.

*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 11 Οκτωβρίου