Του Κώστα Δουζίνα*
Πάσχα στην πατρώα γη, τον Πόρο. Ένα νησί μικρό, όχι πολύ τουριστικό, αλλά δυσανάλογα μεγάλο ιστορικά. Η θέση του σε εποχές αυτοκρατοριών και άλλων δαιμονίων στρατηγική. Απέναντι ο Γαλατάς, η Τροιζηνία, η Πελοπόννησος, ο γενέθλιος της Ελλάδας τόπος. Εκτός από τα νοικιάρικα ιστιοφόρα στο λιμάνι και τα τερατώδη δυσανάλογα μηχανοκίνητα, ο Πόρος παραμένει ρετρό, σου θυμίζει άλλες εποχές, δεν μετριέται με τις κοσμοπολίτισσες γειτόνισσες, την Ύδρα και τις Σπέτσες. Έχει τη φρόνιμη γοητεία του παλιού, του γνώριμου και σταθερού, του τόπου που φιλοξένησε περιηγητές και επαναστάτες, ενέπνευσε ποιητές και ζωγράφους, αποπλάνησε ντόπιους και ξένους εραστές.
Όπως μου συμβαίνει συχνά, φτάνοντας στο λιμάνι θυμήθηκα τον Χένρυ Μίλλερ στον «Κολοσσό του Μαρουσιού». Πηγαίνοντας προς Ύδρα το 1939, φτάνει στα στενά του Πόρου. Ξεμπαρκάρει θαμπωμένος από την ομορφιά, μένει έξι μήνες και η ζωή του μεταμορφώνεται: «Μπαίνοντας στα στενά του Πόρου, ξαφνικά ανακάλυψα ότι πλέαμε μέσα σε δρόμους. Το πιο αγαπημένο μου όνειρο είναι να πλέω στη στεριά. Μπαίνοντας στον Πόρο έχεις την ψευδαίσθηση ενός βαθιού ονείρου. Ξαφνικά η γη κλίνει απ' όλες τις μεριές και το καράβι σφίγγεται σε μια στενή λουρίδα θάλασσας χωρίς έξοδο. Οι άνδρες και οι γυναίκες του Πόρου κρέμονται απ' τα παράθυρα, ακριβώς πάνω από το κεφάλι σου. Σταματάς κάτω από τα φιλικά τους ρουθούνια, λες κι είσαι έτοιμος για ξύρισμα και κούρεμα ενώ ταξιδεύεις. Οι χασομέρηδες στην προβλήτα περπατάνε μαζί με το πλοίο: αν θέλουν μπορούν να πάνε γρηγορότερα από το πλοίο, φτάνει να επιταχύνουν το βήμα τους. Το νησί περιστρέφεται σε κυβιστικά επίπεδα, που σχηματίζονται από τοίχους και παράθυρα, από βράχια και κατσίκια, από ανεμοδαρμένα δέντρα και θάμνους. Πέρα, εκεί όπου η γη κάνει καμπύλες σαν να μαστιγώνεται, απλώνονται τα δάση με τ' αγριολέμονα όπου την άνοιξη νέοι και γέροι τρελαίνονται από το άρωμα των χυμών και των λουλουδιών».
Στην βάση της λέξης «Πόρος» βρίσκεται η ρίζα pir- ή por- που απαντάμε στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Πειραιάς, Πόρτο, Πορτ, Πάρος, Παρίσι. Σημαίνει άνοιγμα και πέρασμα, κυρίως θαλάσσιο πέρασμα, ταξίδι στα κύματα. Ο Σοφοκλής στην «Ωδή στον Άνθρωπο», το ωραιότερο στάσιμο της Αντιγόνης παινεύει τα ανθρώπινα κατορθώματα. Ο άνθρωπος είναι ναυτικός παντοπόρος, πλέει παντού και όπου φτάσει φτιάχνει πόλεις, θεσμούς, μηχανές. Αλλά αυτός ο πολυταξιδεμένος παραμένει παντού άπορος χωρίς πόρο, πέρασμα και πατρίδα. Ο,τι και να φτιάξει, όσα μεγαλεία και αν εφεύρει, όσο πολυμήχανος και αν είναι δεν θα ξεφύγει την τελική κρίση. Παντοπόρος και άπορος μαζί. Δύο περάσματα, το πρώτο η είσοδος από τα στενά του κόλπου, το δεύτερο η έξοδος, η Μεγάλη Πέμπτη καθενός. Το πρώτο ανοίγει ένα καινούργιο κόσμο, το δεύτερο τον κλίνει δίνοντας το τέλος, τον σκοπό και τελειωμό του. Ο Πόρος, η Βενετία με αλμυρό νερό, υπόσχεται και παίρνει πίσω. Ταξιδιώτες εμείς σαν τον επικύκλιο Οδυσσέα που γυρίζει στην πατρική γη ή σαν τον νομάδα Αβραάμ που συνεχώς φεύγει για αλλού. Και οι δύο ξεριζωμένοι, πρόσφυγες και μετανάστες, το βλέμμα πάντα μπροστά μακριά να ακουμπάει τον άλλο στον ορίζοντα.
«Αν ποτέ κατορθώσω την πληρότητα που επικαλούνται οι βουδιστές, αν θα έχω ποτέ την επιλογή είτε να επιτύχω τη Νιρβάνα είτε να μείνω πίσω για να παρακολουθώ και να καθοδηγώ εκείνους που θα έρχονται, λέω τώρα ας μείνω πίσω, ας υπερίπταμαι σαν ένα ευγενικό πνεύμα πάνω από τις στέγες του Πόρου κοιτάζοντας τον ταξιδιώτη μ' ένα χαμόγελο ειρήνης και χαράς. Μπορώ να δω όλη την ανθρωπότητα να στραγγίζεται στο λαιμό του μπουκαλιού εδώ, γυρεύοντας μια έξοδο στον κόσμο του φωτός και της ομορφιάς. Μακάρι να έρθουν, να ξεμπαρκάρουν, να μείνουν και να ξεκουραστούν για λίγο εν ειρήνη».
Henry Miller, Ο Κολοσσός του Μαρουσιού, μετάφραση Ιωάννα Καρατζαφέρη.
*Ο Κώστας Δουζίνας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, βουλευτής Α' Πειραιά και πρόεδρος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς