Του Κώστα Δουζίνα
Για το σημερινό άρθρο πρέπει να ζητήσω προκαταβολικά δύο συγγνώμες. Μία γιατί θα κάνω μια παρέκβαση στα άρθρα για το Σύνταγμα και θα αναφερθώ στο γεγονός των ημερών, το Φόρουμ των Δελφών. Και μία γιατί θα αναφερθώ σε μια προσωπική αντιπαράθεση που είχα με την κ. Διαμαντοπούλου και κυρίως με τον κ. Βενιζέλο, η οποία ωστόσο δείχνει τι συμβαίνει όταν η πολιτική γίνεται επάγγελμα.
Στο original Φόρουμ των μεγάλων και τρανών, στο Davos κυριάρχησε η παρέμβαση ενός Ολλανδού ιστορικού, ο οποίος είπε ότι κανείς δεν μιλάει για τα πραγματικά παγκόσμια προβλήματα: τη φοροαποφυγή και την ανισότητα. «Είναι σαν να είμαστε σε συνέδριο πυροσβεστών και κανένας να μη μιλάει για νερό», τόνισε χαρακτηριστικά. Στους Δελφούς, προσκεκλημένος σε ένα πάνελ με πολιτικούς, επιχειρηματίες και ακαδημαϊκούς, αποφάσισα να μιλήσω για το νερό. Ο κ. Βενιζέλος και η κ. Διαμαντοπούλου απάντησαν με έντονο εκνευρισμό στην ομιλία μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβα τι τους εκνεύρισε περισσότερο. Στα επιχειρήματά μου απάντησαν, όπως συνηθίζουν άλλωστε, με μειωτικούς χαρακτηρισμούς και μια γλώσσα όχι πολύ ευγενική.
Αυτό ωστόσο που μου έκανε εντύπωση ήταν η επιθετική αντίδραση του κ. Βενιζέλου, όταν κάποια στιγμή επικαλέστηκα την κοινή πανεπιστημιακή μας ιδιότητα. Η απάντηση με επιθετικότατο ύφος ήταν ότι δεν είμαστε συνάδελφοι γιατί δεν ανήκουμε στην ίδια πλευρά στο «μέτωπο του πολέμου», όπως είπε. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα καταλάβει ότι στον ακαδημαϊκό χώρο είσαι συνάδελφος μόνο με όσους συμφωνείς. Οπότε στην αρχή εξεπλάγην δυσάρεστα. Μετά με λύπη συνειδητοποίησα ότι είχε δίκιο. Και αυτό γιατί η πανεπιστημιακή ιδιότητα ορίζεται από τη συνεπή διδασκαλία, το πανεπιστημιακό έργο, και την κρίση και των δύο, με πολύ αυστηρά ακαδημαϊκά κριτήρια, από συναδέλφους. Μετά από σαράντα σχεδόν χρόνια στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου θα έπρεπε να είχα καταλάβει νωρίτερα ότι οι διαφορές με τον κ. Βενιζέλο δεν εξαντλούνται στην τρέχουσα πολιτική. Ο «πρώην» συνάδελφος αναγνωρίζει εχθρούς και φίλους σαν επαγγελματίας της πολιτικής, εγώ έχω ακόμη (ευτυχώς) διαφορετικά κριτήρια.
Τι είπα όμως που εκνεύρισε τον κ. Βενιζέλο και την κ. Διαμαντοπούλου; Αναφέρθηκα σε τρία πράγματα: τις ανισότητες που σκοτώνουν, τη χώρα που δημογραφικά πεθαίνει και την εξωτερική πολιτική του πληγωμένου μεγαλείου που η παλιά πολιτική τάξη έχει χρόνια καλλιεργήσει.
Δεν χρειάζονται πολλές έρευνες για να καταλάβουμε ότι από την κρίση και μετά, και ιδίως μεταξύ 2009-14, αυξήθηκαν οι ανισότητες στην Ελλάδα και ότι οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Το εντυπωσιακό είναι ωστόσο ότι η πολιτική και οικονομική ελίτ, όπως φάνηκε στους Δελφούς, παραμένει προσκολλημένη στο συνηθισμένο, στο μία από τα ίδια. Τους είπα ότι δεν μπορούμε να τους εμπιστευτούμε τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού κράτους, μιας ανάγκης που γίνεται ακόμα πιο επιτακτική αν σκεφτεί κανείς το δημογραφικό μέλλον της χώρας. Τα στοιχεία είναι τρομακτικά: Το 2050 ο πληθυσμός της χώρας θα είναι κάπου ανάμεσα στα 10 εκατομμύρια στο καλό σενάριο και τα 8,3 εκατομμύρια στο πιο απαισιόδοξο. Θα ζούμε περισσότερο (τα καλά νέα), αλλά θα είμαστε μια κοινωνία γέρων. Οι συνέπειες για το συνταξιοδοτικό, το υγειονομικό και το προνοιακό σύστημα θα είναι σοβαρότατες. Το brain drain, όσο και αν έχει αναχαιτιστεί, κάνει το πρόβλημα ακόμη οξύτερο. Δεν μπορούμε πια να κρύβουμε το κεφάλι μας στην άμμο. Πρέπει να έχουμε ταχύτατη μείωση της ανεργίας των νέων, αύξηση των μισθών και μέτρα που θα διευκολύνουν τον επαναπατρισμό τμήματος των νέων Ελλήνων. Αλλά χρειαζόμαστε και μια ενεργή και συνεκτική μεταναστευτική πολιτική που να προσβλέπει στην κοινωνική ένταξη των προσφύγων.
Το τρίτο στοιχείο στο οποίο αναφέρθηκα είχε να κάνει με την εξωτερική μας πολιτική και την κριτική εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών. Τα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης δίνουν μια εικόνα της παραμορφωτικής, αλλά κυρίαρχης ιδεολογίας της παλιάς πολιτικής τάξης: συνεχείς αναφορές στο μεγαλείο της χώρας, μια ψευδαίσθηση φαντασιακής ανωτερότητας, ένας γεωπολιτικός εθνοκεντρισμός. Η φαντασίωση αυτή, που εκφράζεται στην πολιτική του «κράτους οχυρού», συντροφεύεται από την ιδεολογία της κατατρεγμένης και φτωχής πατρίδας που επιβουλεύονται άλλοι—μικροί και μεγάλοι. Και όμως οι Πρέσπες οδήγησαν σε μια ανεπανάληπτη αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας, δημιουργώντας ένα πρότυπο για την επίλυση παρόμοιων διενέξεων με βάση την αρχή του σεβασμού της αξιοπρέπειας και της ταυτότητας του άλλου. Η Ελλάδα μπορεί να έχει χάσει μέρος της οικονομικής της δύναμης, αλλά έγινε με τη συμφωνία εκφραστής και θεματοφύλακας των ηθικών, πολιτικών και φιλοσοφικών αξιών που έφτιαξαν την «ιδέα της Ευρώπης».
Και κάτι τελευταίο: στη συζήτηση εκφράστηκαν δύο απόψεις για το πώς να προχωρήσουμε στο μέλλον. Η μία εκφράστηκε από τους «παλιούς» (ηλικιακά και ιδεολογικά) της οικονομικής και πολιτικής ελίτ και χρησιμοποίησε δραματικούς όρους και υποσχέσεις—είμαστε χάλια σήμερα, θα γίνουμε μεγάλοι στο μέλλον. Η άλλη εκφράστηκε κυρίως από το κυβερνηση, αλλά και από τον κ. Παπαλεξόπουλο, πρόεδρου της Τιτάν Α.Ε. και υποστήριξε ότι πρέπει να πειραματιστούμε: με μικρά κάθε φορά, αλλά τολμηρά βήματα και έχοντας ένα ρεαλιστικό όραμα για το μέλλον που να λαμβάνει υπόψη τα πλεονεκτήματα της χώρας σε προσωπικό και δεξιότητες ιδιαίτερα της νέας γενιάς. Με τα πολλά άρχισαν να καταλαβαίνω γιατί εκνευρίζονται οι «πρώην».