Η πολυπτωχία και ο τρόπος καταργήσεώς της

foroeipraktores leptomereia

Του Τάσου Αβραντίνη

Παρακολουθώντας πολύ προσεκτικά τη φοροληστρική πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα, η οποία ξεπέρασε την επίσης φοροληστρική πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων Σαμαρά, Παπανδρέου κ.ά., και θα φθάσει στο τέλος να φορολογήσει και τον αέρα που αναπνέουμε, θυμήθηκα το συγγραφικό πόνημα του Ονωρίου Ε΄ των Γκριμάλντι, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως η μεγαλύτερη φορολογική μάστιγα.
Αυτός κυβέρνησε το Πριγκιπάτο του Μονακό με τρομοκρατικές μεθόδους, όπως άλλωστε και οι προηγούμενοι από αυτόν Γκριμάλντι, εφαρμόζοντας την ακόλουθη σοσιαλιστική πολιτική (όλοι οι τύραννοι αργά ή γρήγορα καταφεύγουν στον Σοσιαλισμό): έθεσε σε καθεστώς διοικητικού ελέγχου τα πάντα, όλα τα γνωστά στην εποχή του καταναλωτικά είδη και την όποια παραγωγή του κρατιδίου και τα φορολόγησε ανηλεώς. Φορολόγησε εισαγωγές, εξαγωγές, δικαιώματα, άυλες αξίες, συναλλαγές. Οι φόροι όμως δεν έφταναν για να καλύψουν τις αλόγιστες δαπάνες του και φορολόγησε το νερό, τα νεογέννητα, τα κατοικίδια, τα νεογέννητα των κατοικιδίων, των κοπαδιών κοκ. Δημιούργησε και ένα δυσνόητο και πολύπλοκο σύστημα για τις φορολογικές δηλώσεις και τα τελωνεία, που είχε ως αποτέλεσμα να παρανομούν όλοι οι εξαθλιωμένοι Μονεγάσκοι και να τους επιβάλλονται εξοντωτικές ποινές και κατασχέσεις της όποιας περιουσίας τούς είχε τελοσπάντων απομείνει.
Τα κρατικά έξοδα όμως δεν μειώνονταν και επειδή εν τω μεταξύ είχαν εξαντληθεί και οι πηγές της φορολογίας, στο τέλος αποφάσισε να φορολογήσει τα περιττώματα και τους βόθρους. Ο Ονώριος μάλιστα, όπως διηγείται ο Κ. Α. Κύρου στο βιβλίο του "Βλέποντας και γράφοντας", για να υποστηρίξει την πολιτική του συνέγραψε και βιβλίο με τίτλο "Η πολυπτωχία και ο τρόπος καταργήσεώς της", ένα συνονθύλευμα ανοησιών που ακούει κανείς και σήμερα ως δικαιολογίες από τους αριστερούς και δεξιούς κρατιστές, υποστηρικτές της μεγάλης, άδικης και δημευτικής φορολογίας, προκειμένου να αποφύγουν την ενοχλητική συζήτηση για μείωση του υδροκέφαλου κράτους. Στη σελίδα 14 παραθέτουμε ένα εκτενές απόσπασμα από το βιβλίο του Κύρου.
Δυστυχώς για τον Ονώριο, όπως και για τους έλληνες επιγόνους του, Βαρουφάκη, Αλεξιάδη, Τσακαλώτο, στην οικονομία ισχύει ο κανόνας ότι κάθε πράξη έχει και ορατά αλλά και αόρατα αποτελέσματα, όπως έχει γραφτεί πολλές φορές.
Ο Γιώργος Θυματόπουλος, ιδιωτικός υπάλληλος, και ο Νίκος Τεμπελόπουλος, δημόσιος υπάλληλος, πλήρωσαν εκατό ευρώ από το εισόδημά τους για την αγορά ίσης αξίας χρήσιμων σ’ αυτούς και τις οικογένειές τους προϊόντων και υπηρεσιών. Το ορατό στο παράδειγμά μας είναι ότι και οι δύο δαπάνησαν το ίδιο ποσό για την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών ίσης αξίας. Επίσης οι προμηθευτές και του ενός και του άλλου αποκόμισαν τα αντίστοιχα οφέλη. Εκείνο ωστόσο που δεν είναι ορατό είναι ότι ο δημόσιος υπάλληλος Τεμπελόπουλος αποστέρησε εκατό ευρώ από τους φορολογούμενους, οι οποίοι πλήρωσαν με τους φόρους τους τις αγορές που πραγματοποίησε αλλά και από τους προμηθευτές των φορολογουμένων το ποσό αυτό. Ακόμη, ενώ ο Θυματόπουλος αγοράζοντας προϊόντα ή υπηρεσίες λαμβάνει κάτι χρήσιμο με αντίστοιχο όφελος του προμηθευτή του, όταν πληρώνει φόρους λαμβάνει μικρότερης αξίας υπηρεσίες από τους κάθε είδους Τεμπελόπουλους και το κράτος. Πολλές φορές μάλιστα με τους φόρους του ενισχύει τους απρόσωπους κρατικούς μηχανισμούς που υποθάλπουν την ταλαιπωρία, τον βασανισμό, την αναίδεια, την κοροϊδία, τη διαφθορά του δημόσιου τομέα. Ενδέχεται κάποιος να αντιλέξει ότι και ο Τεμπελόπουλος με τον μισθό που του δίνουν οι φορολογούμενοι θα αγοράσει αγαθά κι υπηρεσίες. Το ίδιο επιχείρημα ισχύει βεβαίως και στην περίπτωση κάποιου ληστή που συνάντησε στον δρόμο διάφορους Θυματόπουλους και τους άρπαξε με την απειλή περιστρόφου εκατό ευρώ. Κι αυτός τα λεφτά που θα κλέψει με τη βία θα τα δαπανήσει σε αντίστοιχης αξίας αγαθά και υπηρεσίες, αλλά αυτό δεν νομιμοποιεί την κλοπή ή τη ληστεία, με την οποία προσομοιάζει όλο και περισσότερο η σύγχρονη φορολογία.
Εξίσου σοβαρό με το ποιοτικό όμως είναι και το ποσοτικό ζήτημα της διατήρησης του μεγάλου δημόσιου τομέα. Ας δούμε εν συντομία τα δημοσιονομικά της χώρας μας. Με τους φόρους που θα πληρώσουν οι επιχειρήσεις και δύο εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες φορολογούμενοι το τρέχον έτος πρέπει να συντηρηθούν περίπου 750.000 δημόσιοι υπάλληλοι, η μισθοδοσία των οποίων ανέρχεται σε 20,815 δισ. ευρώ ή σε 27.753 ευρώ κατά μέσο όρο για τον καθένα. Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων είναι περίπου αυτός παρά τα όσα κατά καιρούς ανακοινώνει το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και αναμασούν χωρίς να ελέγξουν τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης.
Αδιευκρίνιστος παραμένει από καθαρή σκοπιμότητα ο αριθμός των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο, σε κάθε περίπτωση όμως αγγίζει, εάν δεν ξεπερνά, τις 750.000. Οι κυβερνητικές πηγές μιλούν για 570.000 περίπου, αλλά αναφέρονται μόνο στους μονίμους και στους υπαλλήλους αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ). Δεν υπολογίζουν τους μισθοδοτούμενους από το Δημόσιο συμβασιούχους (συμβάσεις έργου), υπαλλήλους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ωρομίσθιους, αιρετούς κ.ά., που σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης ανέρχονται σε 60.000 περίπου. Έτσι φθάνουμε στις 630 χιλ. (570 + 60). Αλλά στον αριθμό αυτό δεν υπολογίζονται ακόμη οι απασχολούμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (στις δημόσιες επιχειρήσεις, στις δημοτικές επιχειρήσεις και στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου υπό τον έλεγχο του Δημοσίου). Ο αριθμός αυτών των υπαλλήλων ξεπερνά κατά πολύ τις 120.000 με 130.000 . Έτσι αισίως φθάνουμε στις 750 χιλιάδες, αριθμός που καταδεικνύει το μείζον διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.
Ας κάνουμε τώρα έναν ακόμη υπολογισμό: Αν αφαιρέσουμε από τα 178 δισ. ευρώ περίπου ΑΕΠ του 2015 τα περίπου 20 δισ. ευρώ της μισθοδοσίας των δημοσίων υπαλλήλων και διαιρέσουμε το υπόλοιπο με τα 2,8 εκατομμύρια των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, βρίσκουμε ότι ο μέσος εργαζόμενος σ’ αυτόν συνεισέφερε στο ΑΕΠ της χώρας 56,4 χιλ. ευρώ. Ακόμη, αν δεχθούμε ότι ο μέσος δημόσιος υπάλληλος παράγει αγαθά και υπηρεσίες ίσης αξίας με το ετήσιο κόστος του στον προϋπολογισμό –κάτι που είναι βέβαιο ότι δεν ισχύει– τότε η παραγωγικότητά του υπολείπεται αυτής του μέσου εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα κατά 27,6 χιλ. ευρώ. Έτσι κάθε θέση εργασίας που δημιουργείται ή χάνεται στον ιδιωτικό τομέα προσθέτει ή αφαιρεί αντιστοίχως στο ΑΕΠ 56,4 χιλ. ευρώ, ενώ το αντίστοιχο όφελος ή κόστος στο ΑΕΠ από τις θέσεις που δημιουργούνται ή καταργούνται στον δημόσιο τομέα ανέρχεται σε 27,7 χιλ. ευρώ. Επομένως για όσους μιλούν για ανάπτυξη καμία προσέγγιση δεν θα ήταν αποτελεσματικότερη από την ταχύτατη μετατροπή δημοσίων θέσεων απασχόλησης σε αντίστοιχες στον ιδιωτικό τομέα.
Τον Νοέμβριο του 2010 ο σοσιαλιστής τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο απολύσεων στο Δημόσιο. Τότε το ποσοστό ανεργίας ήταν ακόμη στο 14% περίπου και ο αριθμός των ανέργων δεν ξεπερνούσε τις 700 χιλιάδες. Σήμερα το ποσοστό ανεργίας έχει εκτιναχθεί στο 25,2% και ο αριθμός των ανέργων ξεπερνά το 1,5 εκατομμύριο.
Εάν το 2010 η τότε σοσιαλιστική κυβέρνηση (καθολικός διάδοχος της οποίας είναι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ) δεν επιδείκνυε …«κοινωνική ευαισθησία» και είχε καταργήσει όλους τους άχρηστους φορείς του Δημοσίου απολύοντας 200.000 δημοσίους υπαλλήλους, δίνοντάς τους για τρία χρόνια το 70% του πραγματικού μισθού τους, θα είχαν κατά το μάλλον ή ήττον σήμερα συμβεί τα εξής :
– Θα είχαν εξοικονομηθεί από την πραγματική οικονομία περισσότερα από 16 δισ. ευρώ (4,9 δισ. + 11 δισ. ευρώ, το 2011-2013 και το 2014-2015 αντιστοίχως) μόνο από τις απολύσεις και περίπου άλλα 7,5 δισ. ευρώ από τις καταργήσεις των άχρηστων φορέων του Δημοσίου, τις συγχωνεύσεις άλλων και τον περιορισμό τής μη μισθοδοτικής δαπάνης λειτουργίας τους,
– Το κράτος θα είχε εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του προς την ιδιωτική οικονομία,
– Δεν θα είχαν κλείσει ή αλλάξει εθνικότητα 130.000 επιχειρήσεις και τουλάχιστον 500.000 σημερινοί άνεργοι θα είχαν ακόμη τη δουλειά τους,
– Το τραπεζικό σύστημα θα είχε υποστεί σαφώς μικρότερο πλήγμα στη ρευστότητα και στους δείκτες φερεγγυότητάς του και θα απαιτούνταν μικρότερα ποσά δημόσιου δανεισμού για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών που επιβαρύνει το δημόσιο χρέος και τις τσέπες των φορολογουμένων,
– Το ΑΕΠ από 208,5 δισ. ευρώ το 2011 δεν θα είχε συρρικνωθεί στα 178 δισ. ευρώ το 2015, αλλά –χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψιν κανέναν πολλαπλασιαστή κι ακόμη κι αν η ανεργία του ιδιωτικού τομέα περιοριζόταν μόνο κατά τον αριθμό όσων απολύονταν από το Δημόσιο
– το ΑΕΠ θα ήταν περίπου 15 δισ. ευρώ παραπάνω από το σημερινό,
– Η παραγωγική ιδιωτική οικονομία με τα χρήματα που δεν θα της είχε αρπάξει με τη βία το αντιπαραγωγικό κράτος θα είχε δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και θα είχε προσελκύσει και νέες παραγωγικές επενδύσεις.
– Το Δημόσιο με τις καταργήσεις των περιττών φορέων του, με τις απολύσεις και με ένα σύστημα αυστηρής και δίκαιης αξιολόγησης θα είχε εξορθολογιστεί, θα ήταν αποτελεσματικότερο και οι υπάλληλοί του θα υπηρετούσαν τον πολίτη γνωρίζοντας ότι κρίνονται από τα αποτελέσματά τους.
– Προπάντων δεν θα υπήρχε η ανάγκη για περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία προκύπτει από την ακόλουθη συλλογιστική: Το μέσο κόστος του απασχολουμένου στο Δημόσιο ανέρχεται σε 190% του μέσου κόστους του εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα . Ο μέσος συντελεστής φορολογίας εισοδήματος των υπαλλήλων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα κυμαίνεται περίπου στο 20%. Το καθαρό κόστος (μετά την επιστροφή στο κράτος του φόρου κάθε απασχολουμένου στο Δημόσιο) ανέρχεται σε 152% του κόστους του εργαζομένου στον ιδιωτικό τομέα. Συνεπώς για να πληρωθεί ένας δημόσιος υπάλληλος πληρώνουν φόρο 7,5 ιδιωτικοί υπάλληλοι (152% : 20%), άρα για τους 750.000 δημοσίους υπαλλήλους χρειαζόμαστε 5.625.000 ιδιωτικούς υπαλλήλους, αριθμό διπλάσιο από όσους σήμερα κατορθώνουν να επιζήσουν της φοροληστείας.
Να προσθέσουμε ότι το κόστος της λειτουργίας του Δημοσίου για τους φορολογουμένους δεν περιορίζεται μόνο στη λειτουργία των χιλιάδων περιττών φορέων του ή στη μισθοδοσία των υπεράριθμων υπαλλήλων του. Μόνο από την μη καθολική εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου για όλους τους φορείς του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα οι απώλειες ανέρχονται περίπου στο 1 δισ. ευρώ ετησίως ή 4 δισ. ευρώ για την τετραετία 2012-2014. Το κόστος της γραφειοκρατίας, που σε ένα βαθμό υπάρχει για να υπάρχουν θέσεις καλά οργανωμένων συντεχνιακά μισθοδοτούμενων από τον δημόσιο τομέα, αγγίζει το 7% του ΑΕΠ ή 12,5 δισ. ευρώ ετησίως.
«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος του παρεμβατισμού είναι η αύξηση της κρατικής δύναμης και της γραφειοκρατίας» έχει επισημάνει ο Καρλ Πόπερ ήδη από το 1945. Με την συνεχώς διευρυνόμενη πολιτική δύναμή τους οι δημόσιοι υπάλληλοι χρησιμοποιούν τις οικονομικές πολιτικές που σχεδιάζουν συνάδελφοί τους για απόκτηση προνομίων, οικονομικού οφέλους και κάθε είδους παραχωρήσεων υπέρ αυτών. Μια πολύ σημαντική αρνητική επίπτωση της γραφειοκρατίας είναι ότι αυτή εμποδίζει τη διόρθωση των ατελειών της ελεύθερης οικονομίας, που κατά την κλασική σχολή συμβαίνει με την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.
Οι ατέρμονες γραφειοκρατικές διαδικασίες, οι πολύπλοκες ρυθμίσεις, αποτρέπουν τα άτομα να αναλαμβάνουν επιχειρηματική δράση ή τα αποθαρρύνουν να την επεκτείνουν. Είναι βέβαιο επίσης ότι το μέγεθος της γραφειοκρατίας είναι ευθέως ανάλογο με το πόσο υπανάπτυκτη είναι μια κοινωνία και υπονομεύει την οικονομία και την επιχειρηματικότητα.
Όλα αυτά δεν συμβαίνουν λοιπόν απλώς γιατί κάναμε λάθος. Δυστυχώς, το μεγάλο κράτος –υπό δημοκρατικό ή ολοκληρωτικό μανδύα– εν καιρώ ειρήνης διαθέτει ένα πανίσχυρο όπλο για να καταπιέζει τους πολίτες του: τη φορολογία. Όταν το ταμείο αδειάζει από τη σπάταλη ή/και την αυταρχική διαχείριση που απαιτεί η συντήρηση του υδροκέφαλου κρατικού Λεβιάθαν, οι φοροεισπράκτορες με τη χρήση των πλέον σύγχρονων τεχνολογιών, τη συνδρομή της οικονομικής αστυνομίας και των πάντοτε προθύμων στην εξυπηρέτηση των εξουσιαστικών επιδιώξεων δικαστικών αρχών, που έχουν μετατρέψει τα δικαστήρια σε «ψεκάστε, σκουπίστε, εισπράξτε», εξοντώνουν τους φορολογούμενους- υπηκόους.
Κάποτε –ιδίως στα αυταρχικά καθεστώτα– οι λόγοι δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ταμειακή ρευστότητα. Τα αυταρχικά καθεστώτα γνωρίζουν ότι με το «βαρύ χέρι» της φορολογίας μπορούν να ελέγχουν και να ποδηγετούν τους πολίτες, και μάλιστα τους πιο «ανήσυχους» πολιτικά ή τους ισχυρότερους οικονομικά, εκεί- νους που κατά κανόνα θεωρούνται και είναι οι εν δυνάμει αντίπαλοί τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις μέρες μας ανελεύθερα καθεστώτα (Βενεζουέλα, Μιανμάρ, Λευκορωσία κ.λπ.) χρησιμοποιούν τη φορολογία για να εξοντώσουν ή προληπτικά να απονευρώσουν τους αντιπάλους τους, να κλείσουν ή να ελέγξουν τα ενοχλητικά μέσα ενημέρωσης που ανήκουν σ’ αυτούς, να κρατικοποιήσουν τις επιχειρήσεις τους, ακόμη και να τους στείλουν στη φυλακή. Το θέμα μας όμως δεν είναι τα αυταρχικά καθεστώτα αλλά το σύγχρονο κράτος δικαίου και το όριο στο οποίο μπορεί να φτάσει η επέμβασή του στην ιδιωτική σφαίρα του πολίτη και στα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Από τις παραπάνω διαπιστώσεις προκύπτει το εύλογο ερώτημα, έως πότε θα πληρώνουμε το βαρύτατο αυτό τίμημα, έως πότε θα διατηρούμε το μεγάλο κράτος των συντεχνιών και των προσοδοθηρικών ομάδων που συγκροτούν κάθε φορά μια πανίσχυρη κοινωνική μειοψηφία, η οποία εξαιτίας της οργάνωσης και της ιδεολογικής επιρροής της μεταμορφώνεται σε οριακή εκλογική πλειοψηφία, η οποία οδηγεί τη χώρα σε αρνητικά δημοσιονομικά αποτελέσματα εις βάρος της συλλογικής ευημερίας, σε ανισότητες εις βάρος των ανοργάνωτων και σε διατήρηση της ακινησίας του status quo αντί της ανατροπής του. Η σύγχρονη αυτή προσοδοθηρία των κλεπτοκρατικών ομάδων αποτελεί τη βασική αιτία της κατάρρευσης και των αποτυχιών του κράτους (status failures).
Ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης λοιπόν της «πολυπτωχίας» είναι η υποστήριξη του αιτήματος της δραστικής μείωσης της φορολογίας και ο συνακόλουθος άμεσος και δραστικός περιορισμός του υδροκέφαλου δημόσιου τομέα, ώστε από χώρα δημοσίων υπαλλήλων να καταστούμε χώρα ελεύθερων δρώντων δημιουργικών ανθρώπων.

athensreviewofbooks.com

eep logo