Μπορεί η ίδια ακόμη να μην το επιβεβαιώνει – να μένει στο ναι μεν, αλλά…- πλην όμως η ουσία παραμένει. Η κυρία Καρυστιανού, περί ης ο λόγος, διέψευσε την δήθεν είδηση ότι είναι έτοιμη να εμφανίσει το κόμμα της (και μάλιστα με τίτλο “Κύμα”, όπως κυκλοφόρησε), πλην όμως όλα δείχνουν ότι βρίσκεται σε σχετική τροχιά.
Αν όμως τελικά διαβεί τον Ρουβίκωνα και κατέβει στην πολιτική η κυρία Καρυστιανού, αυτόματα χάνει το προνόμιο της πονεμένης μητέρας, καθώς θα αντιμετωπίζεται πλέον ως ένα πολιτικό πρόσωπο. Θα υφίσταται την κριτική για τα πάντα και μερικές φορές αυτή η κριτική θα είναι ανηλεής, όπως είναι για όλους τους πολιτικούς. Θα έλεγα για κάθε πρόσωπο που επιλέγει να κινηθεί στην δημόσια σφαίρα. Διότι διφορούμενα σχήματα και επαμφοτερίζουσες στάσεις δε συγχωρούνται και δε γίνονται κατανοητές και αποδεκτές στον πολιτικό στίβο. Με άλλα λόγια το «και μέσα στην πολιτική και έξω από αυτήν» δεν ισχύει. Ό,τι κάνει θα αντιμετωπίζεται ως μια πολιτική πράξη.
Θα κληθεί να γνωστοποιήσει τις προτάσεις για την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς συμμαχίες και ισορροπίες, για την Άμυνα της χώρας και τους εξοπλισμούς, για την ενεργειακή πολιτική, την αγροτική ανάπτυξη, τις υποδομές, την Παιδεία, την Υγεία – κι ο κατάλογος δεν τελειώνει.
Και βεβαίως θα της ασκηθεί σκληρή κριτική για τις όποιες (άγνωστες εισέτι) σχετικές θέσεις της, τις αντιφάσεις και ενδεχομένως μη ρεαλιστικές λύσεις που μοιραία θα προτείνει.
Θα αναρωτηθείτε που κολλάει το λιμάνι (σε όλα αυτά). Κανονικά πουθενά. Εκτός ίσως από το γεγονός ότι αν το δει κανείς ως πολιτικό μικροεργαστήριο, σχετικά εύκολα θα διακρίνει (κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά) πανεπιστημιακούς, που ενώ με την βασική αυτή ιδιότητα τους, έχαιραν μιας κάποιας “ακαδημαϊκής ασυλίας” – ακόμη και για εξόφθαλμες ανοησίες , όπως π.χ. άρνηση της χρησιμότητας του Μετρό ή της Αττικής Οδού – αυτήν την έχασαν όταν κατέβηκαν στην πολιτική. Βρίθει ο Πειραιάς από τέτοιους. Κάποιοι μάλιστα δεν κρύβουν την δυσανεξία τους για το γεγονός ότι έχασαν την ιδιότυπη ασυλία που απολάμβαναν, αλλά τι να κάνουμε;
