Του Αλέκου Παπαναστασίου*
Ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας δρομολογεί μέσω του Ινστιτούτου που ίδρυσε την επιστροφή του στο πολιτικό προσκήνιο. Η φιλοδοξία είναι θεμιτή. Στην πολιτική άλλωστε αποφασίζουν οι πολίτες με την ψήφο τους. Ωστόσο εδώ έγκειται και η δυσκολία του εγχειρήματος για τον κ. Τσίπρα διότι το Ν. 1 κριτήριο με το οποίο ψηφίζουν οι πολίτες είναι η οικονομία, δηλαδή η τσέπη τους. Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν ξεθωριάσουν οι αναμνήσεις από την πόλωση, την τοξικότητα, την ανασφάλεια και το διχαστικό κλίμα από πλευράς του κ. Τσίπρα, υπάρχει ένας μεγαλύτερος σκόπελος. Είναι αυτό που αποκαλούμε βίωμα, το οποίο στην περίπτωση της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, από το 2015 έως το 2019, έχει σημαδευτεί από τους αριθμούς που κατέγραψαν διεθνείς οργανισμοί για την πορεία της ελληνικής οικονομίας: Ως μια χαμένη ευκαιρία. Διότι η περίοδος από το 2015 και μετά χαρακτηρίστηκε από την υψηλή ρευστότητα που παρείχε η ΕΚΤ (με ρυθμό 60-80 δισ. ευρώ μηνιαίως από τις 9 Μαρτίου του 2015 ), την απουσία πληθωριστικών πιέσεων (και των μετέπειτα τρομακτικών αυξήσεων στο κόστος της ενέργειας) και από ένα ευρύτερο επενδυτικό περιβάλλον γύρω από την Ελλάδα που ευνοούσε την ανάπτυξη. Τα πράγματα εξελίχθηκαν τότε διαφορετικά για την Ελλάδα από ό,τι για την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά ας αρχίσουμε από τη σημερινή κατάσταση, η οποία βρίσκεται και στο μικροσκόπιο του Ινστιτούτου του κ. Τσίπρα. Η παρούσα κυβέρνηση πιστώνεται την επαναφορά της χώρας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, τη μείωση της ανεργίας και παράλληλα την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και την πτώση του κόστους δανεισμού. Ωστόσο το βίωμα σε ό,τι αφορά την τσέπη των πολιτών αφήνει πολλά περιθώρια κριτικής και προβληματισμού, καθώς —κυρίως— ο πληθωρισμός αφαιρεί τώρα από το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού την ανάσα που περίμενε εδώ και 15 χρόνια. Το βίωμα αυτό (που αποτυπώθηκε και στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών για τη ΝΔ) άρχισε να συζητείται εφέτος και στη βάση των αριθμών, κυρίως με αφορμή ένα δημοσίευμα των Financial Times που αποτύπωσε τον Απρίλιο τη βύθιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ελλήνων επί 15 συνεχόμενα χρόνια, από το 2007 ως το 2022. Με αποτέλεσμα οι πολίτες στη χώρα μας να είναι σήμερα οι φτωχότεροι στην ευρωζώνη των 20 χωρών και οι δεύτεροι φτωχότεροι στην ΕΕ των 27 χωρών, μετά τη Βουλγαρία. Πηγή των FT ήταν η Eurostat, που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, ενώ το πρόβλημα του διαθέσιμου εισοδήματος εν μέσω πληθωριστικής κρίσης έγινε ήδη βασικό θέμα συζήτησης στον πολιτικό στίβο. Πράγμα λογικό, εφόσον οι αριθμοί επιβεβαιώνουν όσα βιώνουν οι πολίτες και αντικρούουν την υπερβολική αισιοδοξία που μεταδίδει μέρος της κυβέρνησης (και ειδικότερα κάποιοι συνεργάτες του Πρωθυπουργού). Η κληρονομιά Τσίπρα Τι συνέβη όμως πριν τον κ. Μητσοτάκη; Ποια είναι η κληρονομιά που άφησε ο κ. Τσίπρας; Οχι ως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ για τις υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν, αλλά ως πρωθυπουργός επί 4,5 χρόνια, από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Ιούλιο του 2019; Αυξήθηκαν ή μειώθηκαν τα εισοδήματα των πολιτών; Οπως θα δείτε στο παρακάτω γράφημα από το δημοσίευμα των FT (με βάση πάντα τη Eurostat) η βουτιά των εισοδημάτων που αρχίζει το 2008 και γίνεται ελεύθερη πτώση στα χρόνια των δύο πρώτων μνημονίων (2010-2014) συνεχίζεται αντί να αντιστρέφεται στα χρόνια της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, την περίοδο 2015-2019, παρότι είχε προηγηθεί τεράστια ύφεση: Οπως σημείωσε στο Protagon (Ιούλιος 2016) ο Γιώργος Στρατόπουλος, μέχρι και το φθινόπωρο του 2014 Κομισιόν και ΔΝΤ προέβλεπαν ρυθμούς ανάπτυξης 2,9% για το 2015 και 3,7% για το 2016. Πριν από 10 χρόνια, οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (εδώ) ανέφεραν ότι «μετά από έξι χρόνια ύφεσης, το 2014 αναμένεται να αποτελέσει σημείο καμπής για την Ελλάδα. Η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη της χώρας οφείλεται στην ιδιωτική κατανάλωση και τις καθαρές εξαγωγές». Κατά τη διάρκεια των έξι χρόνων της ύφεσης (2008-2013) η οικονομία είχε συρρικνωθεί κάποιες χρονιές με τρομακτικά ποσοστά λόγω των μέτρων εσωτερικής υποτίμησης στο πλαίσιο των δύο πρώτων μνημονίων. Ενδεικτικά, η χώρα βίωσε ύφεση 9,1% (!) το 2011 και 7,3% το 2012, ενώ η οικονομία είχε γυρίσει σε οριακή ανάκαμψη 0,7% το 2014. Οι προβλέψεις για τη συνέχιση της ανάκαμψης από το 2015 και μετά διαψεύστηκαν από τις εξελίξεις, δηλαδή από τα γεγονότα του 2015 και το τρίτο μνημόνιο. Κι έτσι, επί πρωθυπουργίας του κ. Τσίπρα με συγκυβερνήτη τον κ. Καμμένο, η χώρα αντί για ανάπτυξη πέρασε σε διετή ύφεση (0,4% το 2015 και 0,2% το 2016). Οι αριθμοί αυτοί δεν αποτυπώνουν ωστόσο το κόστος από την ανάγκη νέας κεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Οπως θύμισε ο Γιώργος Στρατόπουλος: ♦ Το 2013 το ελληνικό Δημόσιο συνεισέφερε 25 δισ. για την ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών αποκτώντας πλειοψηφικά μετοχικά μερίδια με σημαντική αξία. Θα μπορούσε από τη ρευστοποίησή τους να λάβει σχεδόν 18 δισ. ευρώ. ♦ Το 2015 όμως, εξαιτίας των capital controls οι τράπεζες οδηγήθηκαν σε νέες αυξήσεις κεφαλαίου υπό πολύ δυσμενείς όρους, με αποτέλεσμα την εξαΰλωση της αξίας των μετοχών του Δημοσίου. Η ζημιά ήταν τεράστια, σχεδόν 18 δισ. ευρώ, δύο φορές το κόστος των Ολυμπιακών αγώνων. Οι απώλειες της περιόδου Τσίπρα από τη χαμένη ανάπτυξη και τις τράπεζες, δεν είναι λογιστικές ή θεωρητικές. Αντίθετα αποτυπώνουν τη χαμένη ευκαιρία της ανάκαμψης για τα εισοδήματα, τις προοπτικές και την καθημερινότητα των πολιτών. Το ερώτημα μας, λοιπόν, είναι αν ο κ. Τσίπρας, παρουσιάζοντας ένα «Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης για τη σταδιακή σύγκλιση με την ΕΕ», μπορεί να μην αναφερθεί στις δικές του ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση, που φέρνει τη χώρα μας ουραγό με βάση τα εισοδήματα στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Είναι αναγκαία εδώ μια παρένθεση μεθοδολογικού χαρακτήρα. Η κοινή λογική λέει πως όταν βασίζεσαι σε πραγματολογικά στοιχεία για την οικονομία όπως καταγράφονται από τους διεθνείς οργανισμούς (ΕΕ, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα) θα πρέπει να δέχεσαι και την κριτική με βάση τα ίδια στοιχεία για τα δικά σου πεπραγμένα. Σε αντίθετη περίπτωση η εξέταση των περιόδων γίνεται με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υπάρξει στο παρελθόν αφοριστικός/απαξιωτικός για τις εκτιμήσεις και τα στοιχεία των διεθνών οργανισμών (ειδικά για τη ζημιά που έγινε στην οικονομία την εποχή που ήταν στην εξουσία), ωστόσο τόσο το κόμμα όσο και ο κ. Τσίπρας στο πλαίσιο του Ινστιτούτου, αξιοποιούν τα στοιχεία αυτά για πολιτικά συμπεράσματα. Κλείνει η παρένθεση. Θα μπορούσε άραγε ο κ. Τσίπρας να αναλύσει στο πλαίσιο του Ινστιτούτου τη χαμένη ευκαιρία η κρίση των μνημονίων να διαρκέσει πέντε αντί για δέκα χρόνια; Η απάντηση είναι προφανής. Ο κ. Τσίπρας μπορεί να κάνει αυτοκριτική και ίσως να κριθεί επιεικώς για πολλά πράγματα, όχι όμως για τις κεντρικές επιλογές του 2015 που ήταν βασικά τέσσερις: —Η μη ολοκλήρωση του δεύτερου μνημονίου —Η διαπραγμάτευση που οδήγησε στην εξάντληση των διαθεσίμων του Δημοσίου και στα capital controls —Η επιλογή του δημοψηφίσματος με τη χώρα υπό την απειλή χρεοκοπίας —Η αναγκαστική υπογραφή του τρίτου μνημονίου που ήρθε ως αποτέλεσμα των παραπάνω επιλογών Η αυτοκριτική για αυτή την αλληλουχία των γεγονότων είναι πολιτικά αδύνατη από την πλευρά του, εφόσον σε αυτή την περίπτωση θα ακύρωνε το σύνολο των επιλογών του όταν βρέθηκε στη θέση του πρωθυπουργού της χώρας. Ενώ προφανείς λόγοι ευγενείας ορίζουν οι καλεσμένοι του Ινστιτούτου να μην σημειώνουν την παρουσία του συγκεκριμένου ελέφαντα εντός του δωματίου, όταν συζητούνται ζητήματα οικονομίας και εισοδημάτων.
*Από το protagon.gr