Είναι γνωστό πως σε όλα τα σπορ οι μεγάλοι παίκτες φαίνονται όσο περνάει ο χρόνος και η διαφορά από τον αντίπαλο είναι οριακή. Ποδοσφαιρικά μιλώντας, όταν το ρολόι δείχνει 75’ ως 80’ και η ομάδα χρειάζεται ένα γκολ για να προκριθεί ή να πάρει το παιχνίδι που μπορεί να της δώσει έναν τίτλο, είναι εκείνο το τελευταίο τέταρτο περίπου που οι πρωταγωνιστές δεν κρύβονται, βγαίνουν μπροστά, παίρνουν την ομάδα στις πλάτες τους, και εφόσον πετύχουν την ανατροπή ή το τελικό κρίσιμο γκολ, δικαιώνουν τον τίτλο του μεγάλου παίκτη.
Ο Νίκος Αναστόπουλος για παράδειγμα, ένας από τους μεγαλύτερους «φονιάδες» που ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο, μπορεί να σερνόταν για 85 λεπτά, αλλά να βάλει το κρίσιμο γκολ στο 88’ ή στο 89’.
Με ποδοσφαιρικούς όρους πάντα, το χρονόμετρο του κυβερνητικού παιχνιδιού δεν θα έπρεπε να δείχνει πάνω από το 25ο λεπτό, αν μάλιστα αρχίσουμε να μετράμε το βίο της κυβέρνησης από τα τέλη Σεπτεμβρίου, τότε χονδρικά βρισκόμαστε μόλις στο δεκάλεπτο. Με τον ΣΥΡΙΖΑ βέβαια, με δυο εκλογές και ένα δημοψήφισμα σε 9 μήνες ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις πως μετριέται ο πολιτικός χρόνος. Όταν μάλιστα ο αντίπαλος έχει κάνει αλλαγή και στη θέση του έμπειρου looser βάζει έναν φέρελπι νέο που θεωρείται ότι κουβαλάει το οικογενειακό ταλέντο, τότε ίσως ο χρόνος να έχει τρέξει πολύ γρήγορα. Πολύ γρηγορότερα από ότι υπολογίζουμε. Ιδίως αν ισχύει η θεωρία σύμφωνα με την οποία ο χρόνος δεν είναι το περίφημο ποτάμι του Ηράκλειτου, που δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές μέσα. Αλλά ο χρόνος είναι αυτά που κάνουμε. Κι αν δεν κάναμε τίποτα, αν στη φύση δεν συνέβαινε τίποτα, δεν θα υπήρχε χρόνος. Οπότε με μια κυβέρνηση που κάνει επικοινωνιακές ασκήσεις διαπραγμάτευσης και επικοινωνιακές ασκήσεις διακυβέρνησης, το χρονόμετρο στο ποδοσφαιρικό πεδίο, αφού επί της ουσίας δεν γίνεται τίποτα, μπορεί να δείχνει την αρχή αλλά μπορεί να δείχνει και προς το τέλος του αγώνα. Κάπως έτσι φαίνεται πως 3.5 μήνες μετά τις τελευταίες εκλογές οι μεγάλοι παίκτες εμφανίζονται έτοιμοι να πετύχουν το καθοριστικό γκολ των τελευταίων λεπτών.
Ο Μητσοτάκης έχει μπει στο γήπεδο, με τον αέρα του νέου μπαλαδόρου που έρχεται να αλλάξει τη ροή του αγώνα και μάλιστα μέσα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Θέλει να δείξει ότι έχει και τα δυο πόδια και ότι μπορεί να κάνει ντρίπλες, είτε παίρνοντας από θέση έξω δεξιά με τη βοήθεια του Γεωργιάδη, είτε ως ελεύθερος στο χώρο του κέντρου με τη βοήθεια του Χατζιδάκη. Υπολογίζει δε πως εάν σε ρόλο αριστερού χαφ μπορεί να αξιοποιήσει βαρύτερο όνομα από του Γρηγοράκου, τότε η αντεπίθεσή του θα είναι σαρωτική.
Απέναντί του όμως έχει έναν αποδεδειγμένα σκληρό όσο και καταξιωμένο μεγάλο παίκτη. Πως αλλιώς άλλωστε μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς έναν παίκτη που έχει κερδίσει τρεις απανωτές εκλογές σε 9 μήνες; Ο Τσίπρας αντιλαμβάνεται πως πάει να αλλάξει το momentum του παιχνιδιού και σπεύδει να αντεπιτεθεί. Θυμίζει το σύστημα 4-2-1 που έπαιζε στις συγκυβερνήσεις της ΝΔ και ο ίδιος ο Μητσοτάκης, επικαλείται μάλλον για ιστορικούς λόγους την νεοφιλελεύθερη ρητορική του (ιστορικούς, γιατί δεν λένε και πολλά πράγματα σήμερα οι ταμπέλες) και ετοιμάζεται να μεταφέρει το παιχνίδι στις δημόσιες εμφανίσεις και στη Βουλή, εκεί που θεωρεί ότι έχει το πλεονέκτημα.
Όσο αφήνει δε στις συνεντεύξεις του στο εξωτερικό να εννοηθεί πως για το ασφαλιστικό δεν θα διστάσει να συγκρουστεί με τους εταίρους, κάνοντας το Γενάρη ή τον Φλεβάρη να θυμίζει Ιούνιο και Ιούλιο, φέρνοντας δηλαδή με έναν άλλο τρόπο το καλοκαίρι μες το χειμώνα, τόσο χάνεται η αίσθηση του χρόνου και δεν μπορεί να καταλάβει ο δόλιος θεατής αν βλέπουμε αναγνωριστικές κινήσεις στις αρχές του πρώτου ημιχρόνου, ή μάχη μέχρις εσχάτων κι απέλπιδες προσπάθειες λίγο πριν την εκπνοή του αγώνα.
Το μόνο βέβαιον είναι ότι έχει φτάσει πλέον η ώρα των πρωταγωνιστών, των μεγάλων παικτών. Θα νικήσει ο Τσίπρας; Θα κερδίσει ο Μητσοτάκης; Σίγουρα πάντως δεν θα κερδίσει η Φώφη, που διαγράφει έναν βουλευτή της (λες κι έχει πολλούς) κι υποδέχεται τον Φωτόπουλο στην Δημοκρατική Συμπαράταξη. Σαν να διώχνει ο Ολυμπιακός τον Μαζουακού και να ξαναβγάζει δελτίο στον Γεωργάτο.
Αναγνώστης Κέντρος