Τέλη του ’70 στα εναλλακτικά στέκια

rock

Αν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 έλεγε κανείς στον Πειραιά «πάω σε ένα μπαράκι», οι φίλοι του πιθανότατα θα νόμιζαν πως θα πήγαινε σε κανα κωλόμπαρο για να «ψαρέψει» κάποια γυναίκα της ...δουλειάς.

Οι μνήμες της Τρούμπας με τα καμπαρέ της, τα μπαρ της και φυσικά τους οίκους ανοχής της ήταν ακόμα νωπές. Και η έννοια του μπαρ στον Πειραιά ήταν συκοφαντημένη και απόλυτα συνυφασμένη με τα «κόκκινα φανάρια» της διάσημης και θεωρητικά αμαρτωλής αυτής γειτονιάς. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα δύο πιο γνωστά μπαρ της πόλης που δεν είχαν γυναίκες, το «Καστέλλο» με τη λαϊκή μουσική και το «Τραμπς» με ροκ ακούσματα, άνοιξαν μόλις το 1979 και το 1980 αντίστοιχα.

Παρ’ όλα αυτά, ήδη από τα προηγούμενα χρόνια υπήρχαν στέκια που αποτελούσαν εναλλακτική διέξοδο για τους νέους Πειραιώτες της εποχής. Δεν μιλάμε για την Caribbean, την Barracuda, την Serenade, τις mainstream disco που ήδη από το ’77 περίπου λειτουργούσαν, οι δυο πρώτες στην Καστέλλα και η τρίτη στον Προφήτη Ηλία, ψηλά, στην Βασιλέως Γεωργίου, κάτω από τη γέφυρα, αλλά για λίγα –πλην όμως πραγματικά εκλεκτά - στέκια, στα οποία πολλοί 17ρηδες-18ρηδες της εποχής άκουσαν ακούσματα και μυήθηκαν σε ένα τρόπο ζωής που εν πολλοίς καθόρισε τη διαδρομή τους για τα επόμενα σχεδόν 40 χρόνια.

Τη Γρηγορίου Λαμπράκη την λέγαν ακόμη τότε Βασσιλίσης Σοφίας. Κι αν ανέβαινε κανείς από το Πασαλιμάνι ψηλά, προσπερνούσε την Ευαγγελίστρια κι άρχιζε να κατεβαίνει προς τα Καμίνια, στο αριστερό του χέρι, λίγο μετά το θερινό σινεμά «Άνεσις» και τη μάντρα του Λύτινα, θα έπρεπε να κατέβει μερικά σκαλάκια για να μπει σε ένα ημιυπόγειο που σε οδηγούσε σε έναν άλλο κόσμο. Dragon! Hard rock μουσική, σε κάτι που ήταν η ροκ απάντηση στις disco της Καστέλλας. Σημείο προς αποφυγήν, για τις καθώς πρέπει αστικές και μικροαστικές οικογένειες του Πειραιά, κακόφημη, με συχνές «επισκέψεις» της αστυνομίας, στοιχεία που χτίσαν τη φήμη του χώρου και τον κατέστησαν σημείο προσέλκυσης και αναφοράς για πολλούς νέους της εποχής.

Big apple λένε την Νέα Υόρκη. Αυτό δεν το ξέραμε, όταν, κάποιες φορές φεύγαμε από τη «Φοντάνα» για να ανέβουμε σε κάποιο στενό παραπάνω, όπου στεγαζόταν το ομώνυμο πρώτο μπαράκι. Ούτως ή άλλως τότε, πολύ καλά αγγλικά δεν ξέραμε κι έτσι ήταν αρκετοί αυτοί που μπέρδευαν την έννοια του Hungry Years με το angry. Τα «Πεινασμένα Χρόνια» στην Υψηλάντου (άλλος ένας δρόμος που τα καθωσπρέπει παιδιά της Γαλλικής Ακαδημίας απέναντι δεν έπρεπε να πηγαίνουν), ένα σημαντικό ροκ στέκι της εποχής, ακούγονταν πολύ πιο εύηχα ως «Άγρια Χρόνια» στα αυτιά των τότε εφήβων. Παρά το ότι στο Hungry Years τα μουσικά ακούσματα δεν ήταν υποχρεωτικά «σκληρά». Όπως θυμάται ο Σταύρος Μούτσελος, πολλοί ήρθαν πρώτη φορά σε επαφή με latin και jazz ακούσματα εκεί. Και λίγο πιο δίπλα, στο Salon de Temps, όταν δεν ακούγαμε τις μπαλάντες του Μελέτη, είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε κυρίως γαλλική μουσική αλλά και πρωτοποριακούς ήχους από όλο τον κόσμο.

Στην Πραξιτέλους πάλι, πιο πάνω από την παλιά Βιομηχανική, προς την Ευαγγελίστρια, καθώς ανέβαινε κανεις, στο αριστερό του χέρι θα έβρισκε ένα ημιυπόγειο μαύρο και σκοτεινό με ένα περίεργο εξωτικό όνομα. «Εφταλού». Άντε να καταλάβει κανείς ότι αναφερόταν στη διάσημη παραλία της Λέσβου, πατρίδας του Συρέλη, ιδιοκτήτη αυτού του εναλλακτικού μπαρ. Ανοίγοντας την πόρτα, κατεβαίνοντας τα σκαλιά, δεξιά πίσω από το μπαρ θα έβρισκες τον Βρανά με μαλλιά και παχύ μουστάκι (!) να σερβίρει πρόθυμα, υποδεικνύοντας στους πιτσιριδάκες της εποχής που ζητούσαν καφέ, Irish Coffee, με μια τζούρα ουίσκι... Είχε και live παραστάσεις μερικές φορές εκεί, μόνο που τα ωράρια της εποχής ήταν αρκετά χαλαρά. Ο Αντώνης Δημητρίου ακόμη θα θυμάται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1980, όταν πρωτοετής φοιτητής είχε έρθει από πόλη της Βορείου Ελλάδας και πήγε με έναν νεώτερο φίλο του να ακούσει μια ροκ μπάντα που θα έπαιζε και φύγαν μετά από κάμποσες μπύρες, στις δύο το πρωί, χωρίς τα μέλη του συγκροτήματος να έχουν φτάσει καν στο μαγαζί.

Βέβαια, στην άλλη πλευρά της πόλης, στην Φρεαττύδα, υπήρχαν κι άλλα εναλλακτικά στέκια. Το θρυλικό «Μύκονος», ή το «Landfall», του Τέλη, όπου μάλιστα στο πιάνο έπαιζε ο γιος του Τζίμη Μακούλη, όπως θυμάται ο Γιώργος Λούκας (του «Τραμπς» αργότερα και σήμερα του «Στραβόξυλου»), νεαρός σερβιτόρος τότε εκεί. Αλλά αυτά απευθύνονταν σε μεγαλύτερες ηλικίες και αποτελούν άλλες διαδρομές...

Αναγνώστης Κέντρος

eep logo