Πάμε μια βόλτα στην μουσική και την πόλη;

1 pallantios

Η Ελένη Κεχαγιόγλου από τον Ριζοσπάστη και το εξαιρετικό Dim Art (που όταν η ΔΗΜΑΡ ήταν κανονικό κόμμα ευελπτιστούσε να γίνει site παραγωγής πολιτιστικής πολιτικης) θυμάται τον γεννημένο στις 29 Ιανουαρίου στον Πειραιά μεγάλο ελληνα μουσουργό Mενέλαο Παλλάντιο.

Εμείς πριν σας παραδώσουμε στο πολύ καλό της κείμενο να θμίσουμε ότι εδώ και κάποια χρόνια η χάλκινη προτομή του που είχε στηθεί στην οδό Σωτήρος, πίσω ακριβώς από την Ιωνίδειο, χάριν των αποφοίτων της, λείπει προφανώς λόγω κλοπής. Αλλά ας ξεκινήσουμε την σημερινή «διαδρομή».

Ο Μενέλαος Παλάντιος γεννήθηκε στον Πειραιά στις 29 Ιανουαρίου του 1914— υπήρξε από τους σπουδαιότερους σύγχρονους έλληνες συνθέτες, ακαδημαϊκός (από το 1969) το έργο του οποίου τιμήθηκε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Mουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Aθηνών από το 1996, μαθητής του Φιλοκτήτη Οικονομίδη και του Δημήτρη Μητρόπουλου, και δάσκαλος του Μάνου Χατζιδάκι — κι ωστόσο παραμένει άγνωστος στο ευρύ κοινό, αγνοημένος κατά κανόνα από τις εσχάτως δημοφιλείς επετειακές αναφορές.

Σπούδασε πιάνο και ανώτερα Θεωρητικά στην Αθήνα και τη Ρώμη. Αρχικά, σπούδασε στο Ωδείο Πειραιώς και στο Ωδείο Αθηνών. Παράλληλα φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Αφότου ολοκλήρωσε ακολούθως τις μουσικές σπουδές του στη Ρώμη —εκεί γνώρισε την πιανίστρια Μαρία Χαιρογιώργου-Σιγάρα, που θα γινόταν έπειτα από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες των συνθέσεών του—, επέστρεψε στον Πειραιά και το 1933 ανέλαβε καθηγητής του Ωδείου Πειραιώς (του οποίου έγινε υποδιευθυντής το 1947)• τρία χρόνια αργότερα, το 1936, άρχισε να διδάσκει στο Ωδείο Αθηνών (του οποίου υπήρξε διευθυντής επί 24 χρόνια, 1962-1986, ακολούθως πρόεδρος του ΔΣ (1986-2006) και επίτιμος πρόεδρος μέχρι το θάνατό του, 9 Αυγούστου του 2012). Από το 1959 διηύθυνε τη Χορωδία Αθηνών. Την περίοδο 1964-1967 διετέλεσε γενικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και την περίοδο 1974-1976 διετέλεσε Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, καθώς και αρχιμουσικός του Εθνικού Θεάτρου. Το 1973 ίδρυσε την Ελληνική Μορφωτική Εταιρεία.

Ο Μενέλαος Παλλάντιος ασχολήθηκε με πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής. Έγραψε συμφωνικά έργα για πιάνο σόλο, κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα, μουσική δωματίου, τραγούδια, μουσική μπαλλέτου, συνέθεσε τη μουσική υπόκρουση σε οκτώ αρχαίες τραγωδίες, έγραψε τη μουσική για ελληνικές και αμερικανικές κινηματογρφικές ταινίες κ.λπ. κ.λπ. Το έργο του, στο μεγαλύτερο μέρος του, παραμένει μέχρι σήμερα ακυκλοφόρητο. Κυκλοφορούν, ωστόσο, βιβλία στα οποία έχει καταγράψει τις αναμνήσεις του.

Ο Μενέλαος Παλλάντιος, για τον Μάνο Χατζιδάκι

(από το βιβλίο Ανοιχτές Επιστολές στον Μάνο Χατζιδάκι, επιμέλεια: Θάνος Φωσκαρίνης, εκδόσεις Μπάστας-Πλέσσας 1996).
Τον Μάνο τον πρωτογνώρισα στην Κατοχή, νέο παιδί, που ήρθε ζητώντας να μάθει μουσική. Δεν θα ήμουνα σε θέση να βεβαιώσω πως με την επιμέλεια και τη μελέτη που διέθετε θα μπορούσε κάθε άλλος νέος όχι να προκόψει, αλλά απλώς να μάθει. Ο Μάνος, όμως, τα κατάφερε. Και όχι μόνο πρόκοψε, αλλά σε λίγα σχετικά χρόνια είχε γίνει διάσημος. Αυτό και μόνο δείχνει τι έκρυβε μέσα του.

Στον τομέα που διάλεξε να εκφραστεί μουσικά, δεν χρειάστηκε κατά βάση άλλο από το λαμπρό, το σπάνιο θεϊκό δώρο που έφερε με τον ερχομό του στον κόσμο: τη γενικότερη και αλάνθαστη αίσθηση της μουσικής, την πολύτιμη εσωτερική του ρυθμική επιταγή, την πρωτότυπη για το είδος και την εποχή ποιότητα της μελωδικής του γραμμής. Τα στοιχεία αυτά, σφραγίδα δωρεάς πολύτιμης, έφταναν για να εισχωρήσουν στην ψυχή των ακροατών του, εξοβελίζοντας σιγά-σιγά παλιότερες κακόγουστες και με ξενικές επιρροές μουσικές εκφράσεις, και εγκαθιστώντας μια νέα φυσιογνωμία τραγουδιού, που ανέβασε με τον καιρό τη στάθμη αυτού του είδους σε καλλιτεχνικότερα επίπεδα.
Και όλα αυτά, οδηγημένα από μια σπάνια εξυπνάδα και χάρη, μια ζηλευτή ετοιμότητα και προσαρμοστικότητα και μια πειστικότητα τέτοια, που και τις όχι σπάνιες –εδώ που τα λέμε– ιδιομορφίες του Μάνου, ως δίκαια πια χαϊδεμένου παιδιού της κοινωνίας, και τις ηχηρότατες συχνές εκρήξεις του, που τα βόλια τους δεν ξεχώριζαν άτομα, ιδρύματα και ό,τι άλλο τύχαινε μπροστά του, το κοινό αλλά και οι αρχές ακόμη τις δέχονταν αδιαμαρτύρητα, μπροστά στην προσωπική του γοητεία και την αναγνώριση του ταλέντου του. Ενός ταλέντου που στάθηκε γόνιμο και δημιουργικό σ’ αυτόν τον τόπο, χαράζοντας νέους δρόμους του είδους του και προσφέροντας πλούσια την αισθητική χαρά στο πλατύ του κοινό.

Αυτού του είδους τη χαρά και την απόλαυση τη μεταφέρει, τα εντελώς τελευταία χρόνια, και σ’ ένα άλλο, πιο περιορισμένο κοινό, με τις συναυλίες της Ορχήστρας των Χρωμάτων, υπό τη διεύθυνσή του. Και εδώ, για μια ακόμη φορά, ο Μάνος απέδειξε πως είναι γεννημένος μουσικός οδηγητής. Σε προγράμματα, τώρα, πάνω στο απαιτητικό κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο της σοβαρής μουσικής, οι συναυλίες του τον παρουσιάζουν και στον τομέα της διεύθυνσης ορχήστρας, ως καλλιτέχνη με σπάνιο μουσικό ένστικτο, που οδηγεί σε αποτελέσματα αξιοζήλευτα για κάθε μαέστρο με αξιοζήλευτη πείρα.
Χαρά μου η κάθε του επιτυχία και ευχή μου η επί πολλά χρόνια μουσική παρουσία του στον τόπο μας.

Ο Μάνος Χατζιδάκις, για τον Μενέλαο Παλλάντιο
(από το βιβλίο Μάνος Χατζιδάκις, Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, Ίκαρος 1988)

Ο Παλλάντιος υπήρξε δάσκαλός μου στα Μουσικά Θεωρητικά όταν ήμουν 18 χρονών. Είχαμε και διατηρούμε 11 χρόνια διαφορά. Στο σπίτι του αποσύνδεσα τη μουσική απ’ τη σκηνοθεσία. Έγραφε τη μουσική του στην τραπεζαρία και η μητέρα του μαγείρευε στην κουζίνα. Μια αλήθεια στους όρους της Μουσικής Γραφής. Χωρίς να του το πω, με εντυπωσίασε. Και διατηρώ μέσα μου ευλαβικά αυτές τις εικόνες. Οι συναντήσεις μας τα χρόνια που ακολούθησαν, υπήρξαν αντιφατικές. Μα εγώ τρέφω γι’ αυτόν εκτίμηση και ευγνωμοσύνη.

Μία από τις σπάνιες οι συνεντεύξεις του Μενέλαου Παλλάντιου είναι η συνέντευξη που ακολουθεί, η οποία δόθηκε στον Αντώνη Κουκουριτάκη, το 1995, όταν ο Παλλάντιος ήταν ήδη 83 ετών.

Ξεκινάμε λοιπόν παρά την αμηχανία μας. Πώς βλέπετε την κατάσταση στη σημερινή Ελλάδα;
Πώς να τη βλέπω; Θυμάμαι μία κουβέντα που είχα με τον Αλέξη Μινωτή: «Ρε Αλέξη, εκεί που έχουμε φτάσει, ένα με παρηγορεί: Ότι δεν πάει παρακάτω!» Και μου λέει: «Μην ανησυχείς, ο Έλληνας ξέρει να σκάβει».
Δεν είμαι απαισιόδοξος. Και πιο κάτω να πάμε, έρχονται κάποια στιγμή νεότερες δυνάμεις που ανασύρουν από το βυθό κάτι και το σηκώνουνε, δημιουργώντας τη συνέχεια της ζωής.

Ποιος είναι όμως σήμερα ο ρόλος της τέχνης;
Πρέπει να δούμε πρώτα πού οφείλεται η καθοδική πορεία της τέχνης…
Αυτή η πτώση του επιπέδου είναι παγκόσμια χωρίς να φαίνεται τόσο στις προηγμένες χώρες όσο σε εμάς. Αν και έχουμε μία ιστορία τόσων χιλιάδων ετών, το θέμα δεν είναι τι κάνουν οι πρόγονοι, αλλά οι απόγονοι. Ο βίος μας είναι ουσιαστικά 170 ετών. Τα άλλα κράτη (Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία, Γαλλία κ.ά.) είχαν προλάβει και είχαν καταθέσει στην τράπεζα του πνεύματος και ζούσαν με τους τόκους.

Μήπως είναι μόνο φαινομενικές οι καταθέσεις;
Όχι δεν είναι, γιατί εξακολουθούν να συντηρούνται τα κράτη αυτά από τούς τόκους των καταθέσεών τους. Η Ελλάδα τρώει το κεφάλαιο και το κεφάλαιο είναι το κεφάλι της τελικά. Έπειτα μας χάλασε και η ιδιωτική τηλεόραση. Γιατί λέω ιδιωτική; Γιατί ευτυχώς η κρατική δεν έχει τα μέσα να εκπορνευθεί τόσο πολύ πνευματικά! Καμιά φορά ανοίγω και παρακολουθώ για να έχω όπλα. Παρακολουθώ τηλεόραση και ακούω να ρωτάνε τόσο ηλίθια πράγματα.
Έπειτα, τι προβάλλεται από μουσική; Προβάλλεται το λαϊκό τραγούδι. Του βγάζω το καπέλο, καλά κάνει και υπάρχει. Αλλά η ελληνική μουσική δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχει συμφωνική μουσική, τα έργα των Καλομοίρη, Πετρίδη και των υπολοίπων που πέρασαν. Όταν πεθαίνει ένας λαϊκός, σηκώνονται και πηγαίνουν πρωθυπουργοί, βουλευτές και οι εφημερίδες γράφουν ότι πέθανε ο «Μπαχ της Ελλάδας»… Και αυτό γίνεται για ψηφοθηρία. Σηκώνεται ο Μίκης Θεοδωράκης και τραγουδάει στην εκκλησία την ώρα της κηδείας του Τσιτσάνη το «Συννεφιασμένη Κυριακή». Δηλαδή, χρησιμοποιούμε τη μουσική για την πολιτική και την πολιτική για τη μουσική. Δεν είναι ότι επιτίθεμαι στον Μίκη, αλλά γενικά όπου εμφανίζονται τέτοια φαινόμενα είναι απαράδεκτα.

Όπως όμως λέγεται, δεν θα έπρεπε οι διανοούμενοι να ανασύρουν τον άνθρωπο από το πνευματικό τέλμα; Και ρωτάω αυτό γιατί, αν παρατηρήσει κανείς την απουσία διανοούμενων, μπορεί να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ίσως δεν υπάρχει πλέον διανόηση, δεν υπάρχει τέχνη.
Είναι ακριβώς αυτό το ερώτημα, αν μας εγκαταλείπουν οι τέχνες. Ασφαλώς και υπάρχει τέχνη σήμερα, μόνο που ο καθένας αρνείται να βαδίσει στα χνάρια του προηγούμενου. Ο 20ός αιώνας είχε πάρα πολλά μουσικά κινήματα, γιατί όταν είναι πολλά θα πει ότι δεν υπάρχει το ένα. Δηλαδή, ζητάει το ένα να αντικαταστήσει το άλλο, γιατί δεν επέδρασε στο κυρίως σώμα της μουσικής που είναι ο αποδέκτης, το κοινό.
Όταν κάποτε ρώτησαν έναν μεγάλο γάλλο μουσικό πού βαδίζει η τέχνη, αυτός απάντησε: «Μην ανησυχείτε, η τέχνη βαδίζει εκεί που θα την οδηγήσει η μέλλουσα μεγαλοφυΐα».

Δεν είναι θετική αυτή η πολυφωνία, η σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνιση πολλών κινημάτων;
Δεν είναι ταυτόχρονη. Το ένα κίνημα είναι μετά το άλλο, με αποτέλεσμα όταν βγαίνει το καινούργιο να παραμερίζει το προηγούμενο. Δέχομαι ότι υπάρχει η ανάγκη να ανανεώνεται το καθετί. Αν πάρουμε για παράδειγμα τη γλώσσα μας από τα χρόνια του Ομήρου ως σήμερα και παρατηρήσουμε τις διαβαθμίσεις της, είναι ολοφάνερη η εξέλιξη. Όπου επενέβησαν φιλόλογοι, την κατέστρεψαν ή την έκαναν πλαστή. Τι γίνεται όμως σήμερα; Η τέχνη έχει ξαναγίνει εύκολη. Δεν υπάρχει Έλληνας που να ξέρει ανάγνωση και γραφή και να μη γράφει ποιήματα. Υπάρχει δε τέτοια πανομοιοτυπική διάθεση, ώστε δεν μιλάμε για ποίηση, αλλά για «διαποίηση». Το θέμα είναι πως μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά, με αποτέλεσμα να χάνονται και οι αξιόλογοι.
Στη μουσική για παράδειγμα υπάρχουν έργα τα οποία μοιάζουν με τα πυροτεχνήματα, με μία διαφορά: τα πυροτεχνήματα καίγονται κατά τη μοναδική τους εκτέλεση, παρουσιάζουν και μία αισθητική, ενώ τα άλλα παρουσιάζουν το τίποτα. Και λέω «καίγονται», ακριβώς επειδή δεν επαναλαμβάνονται.

Τι μπορεί να αλλάξει όμως; Μπορείς να εξαναγκάσεις μία νοικοκυρά, για παράδειγμα, να παρακολουθήσει αντί για την Κορομηλά μία όπερα;
Όχι, γιατί μόνο η ίδια θα μπορούσε να υποχρεώσει τον εαυτό της αν υπήρχε Παιδεία. Την ευθύνη την έχουν τα σχολεία και το γενικότερο πνευματικό επίπεδο του τόπου. Δικαίωμά της να κάνει ό,τι θέλει. Δεν φταίει αυτή που δεν έχει προετοιμαστεί κατάλληλα. Πάντοτε οι κυβερνήσεις δίνουν τα αποφάγια στο Υπουργείο Παιδείας. Επίσης κάθε υπουργείο καταργεί το προηγούμενο σύστημα. Γίνεται Παιδεία όμως, αν δεν υπάρχει συνέχεια;

Κλείνοντας, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν αισθάνεστε πικραμένος ή απογοητευμένος από την Πολιτεία;
Προσωπικά, όχι. Ως πολίτης, ναι. Ό,τι έγινε, έγινε με την προσπάθειά μου και αυτό μου αρκεί. Δεν έχω περαιτέρω αξιώσεις. Αποδίδω φταιξίματα μόνο στον εαυτό μου. Μακάρι να το έκανε ο καθένας. Καθένας ορίζει τη μοίρα του και το μέλλον του. Είναι υπεύθυνος για αυτά που θα πάθει ή έπαθε, καθώς και για αυτά που θα πετύχει.
Σας ευχαριστούμε πολύ.
Εγώ σας ευχαριστώ, γιατί εσείς, η νεολαία, αποτελείτε παρηγοριά και επιτρέπετε σε εμάς τους αρχαιότερους, για να μην πω τελείως αρχαίους, να λέμε ότι οι νέοι θα πάρετε τη σκυτάλη και θα πάτε μπροστά.


eep logo