Μονοπάτι στην άκρη της πόλης

1 tsakirian

Κατεβαίνεις στην καρδιά του λιμανιού. Στον Ηλεκτρικό Σταθμό, το «Σιδερένιο Ποτάμι», που εδώ και πάνω από έναν αιώνα συνδέει τον Πειραιά με την Αθήνα.


Αφήνεις πίσω σου το περίεργο τριτοκοσμικό μίγμα μιας πλατείας, της πλατείας Οδησσού, με πλανόδιους, μια φουτουριστική γέφυρα με κυλιόμενες σκάλες που δεν λειτουργούν, βρώμικης, αλλά με το επιβλητικό κτίριο του ΕΒΕΠ να δεσπόζει, «συνομιλώντας» όπως λένε οι αρχιτέκτονες με το επίσης εντυπωσιακό κτίριο του Σταθμού.
Όπως βλέπεις το κτίριο του ΕΒΕΠ, το «στρατηγείο» της οικονομικής δύναμης (ή όσης έχει εναπομείνει τελος πάντων) του Πειραιά, με πλάτη τη θάλασσα, διακρίνεις στο ισόγειό του αριστερά, το υποκατάστημα της Πανκρήτιας Τράπεζας, αναδυόμενη τράπεζα κατά το οικονομικό ρεπορτάζ, αλλά αυτό δεν έχει τόσο σημασία. Πίσω σου το λιμάνι, η πηγή πλούτου για τον Πειραιά, αριστερά σου ο ΗΣΑΠ, η βασική σύνδεση με την Αθήνα, μπροστά σου το μέγαρο – σύμβολο συσσώρευσης αυτού του πλούτου, το ΕΒΕΠ.

Κάνεις λίγο αριστερά και αμέσως μετά δεξιά. Οδός Αλιπέδου και όλα αλλάζουν. Θαρρείς ένα μονοπάτι στην άκρη της πόλης έτσι που στη συνέχεια του εντυπωσιακού κτιρίου που στεγάζει τον Ηλεκτρικό Σταθμό ένας ψηλός μαντρότοιχος φράζει το άνοιγμα της πόλης και της αγοράς, που λες και «σκάει» εκεί πάνω. Οδός Αλιπέδου. Παράλληλη στις γραμμές από την πλατεία Οδησσού μέχρι πάνω, την πλατεία Ιπποδαμείας. Αριστερά, ανεβαίνοντας, είναι ο τοίχος-μαντρότοιχος, η κοίτη του «σιδερένιου ποταμού». Δεξιά, κτίρια και στα ισόγειά τους όσα μικρομάγαζα επιβίωσαν από δύο δεκαετίες σφύζουσας οικονομικής ανάπτυξης.

Οι φτωχοδιάβολοι του ’50 και του ’60 κάπου εδώ θα είχαν στριμωχτεί φτιάχνοντας εργαστήρια και αποθήκες ψιλικών ή και άλλων ειδών που έφεραν την χώρα και την πόλη στα εντυπωσιακά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης του ’60 και του ΄70, πριν ολοκληρώσουν τον συγκεκριμένο οικονομικό ρόλο τους. Τις Κυριακές το παζάρι ανοίγεται και φτάνει μέχρι εδώ. Μια άλλη ζωή υπάρχει στην Αλιπέδου. Τις άλλες μέρες, τις καθημερινές, η οδός, το όνομα της οποίας παραπέμπει στους ιστορικούς χρόνους που ο Πειραιάς ήταν ακόμα νησί, δειχνει να ψυχορραγεί. Ένα έρημο μονοπάτι στην άκρη της πόλης. Κλειστά μαγαζιά, έρημα κτίρια, είδη αλιείας και κιγκαλερίας να προσπαθούν να ανασάνουν, δυο ιστορικά καταστήματα μουσικών οργάνων, του Σιντζαρίδη και του Τσαλικιάν. Ειδικά το τελευταίο στο ισόγειο ενός κτιρίου που κάποτε είχε μεγαλύτερες φιλοδοξίες.

Ανεβαίνοντας δεξιά, η Κέκροπος κι αμέσως μετά η Φωκίονος βγάζουν προς τη Γούναρη και την αγορά του Πειραιά που ακόμη δείχνει πως χτυπάει η καρδιά της. Πριν φτάσεις στου Τσαλικιάν, ψηλά προς την Ιπποδαμείας, σχεδόν απέναντι από την Φωκίονος, οι σκάλες μια γέφυρας που περνάει πάνω από το «σιδερένιο ποτάμι» του Ηλεκτρικού, σε καλούν να τις ανέβεις. Να σε οδηγήσουν σε μια άλλη κρυμμένη αυλή, πίσω από το μονοπάτι στην άκρη της πόλης.

Ίσως αν σταθείς προς την Αλιπέδου, ψηλά στην γέφυρα αυτή, να δεις σαν από μια ασπρόμαυρη ταινία του ’50 το κοντραμπάντο της εποχής. Οι πρωταγωνιστές λίγο αλλάζουν, αλλά το σενάριο μένει το ίδιο. Ένας ξεπεσμένος, ή στα όρια της φτώχειας Πειραιώτης, θα έλθει με το μηχανάκι του να αγοράσει λαθραία και συνεπώς φθηνότερα τσιγάρα. Ο πωλητής, αλλά και ο τσιλιαδόρος συνεργός του πάνω στη γέφυρα, είναι μάλλον Πακιστανοί, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Όπως άλλωστε μικρή σημασία έχει και το γεγονός ότι περνώντας από τη γέφυρα πάνω από το «ποτάμι» του Ηλεκτρικού και βγαίνοντας προς την άλλη πλευρά, προς την Κόνωνος, το μόνο που ακούς είναι το τρένο κάτω από τα πόδια σου.
Έτσι κι αλλιώς περπατώντας στην Αλιπέδου νιώθεις σαν να έχει παγώσει ο χρόνος. Κι θέλεις που και που αυτό το ακαθόριστο «γκραπ-γκραπ, γκραπ-γκραπ» του Ηλεκτρικού να σε ξυπνά και να σου θυμίζει ότι περπατάς στον Πειραιά του 21ου αιώνα.

Αναγνώστης Κέντρος