Αστέρια κι αστεράκια...

1 lazarou varoulko

Προσπαθώ να βρω μεταπολεμικούς «σταρ» που να είναι ταυτόχρονα αυθεντικοί Πειραιώτες.
Οπωσδήποτε ήταν ο θρυλικός Μουράτης. Γέννημα – θρέμμα Καμινιώτης (στη Σούδα, για την ακρίβεια, ήταν το σπίτι του),

ενσάρκωσε με τη φανέλα του Ολυμπιακού τον ιδεότυπο του ντόμπρου Πειραιώτη, έφτασε να γίνει ακόμη και ταινία, ενώ ο αποκλεισμός του κάποτε από την Εθνική προκάλεσε την πρώτη καταγεγραμμένη απεργία ποδοσφαιριστών που στάθηκαν αλληλέγγυοί του μέχρι να αρθεί η τιμωρία του. Μάλιστα σε εκείνη την απεργία είχαν πρωτοστατήσει συμπαίκτες του στην Εθνική, που ήταν αθλητές του Παναθηναϊκού. Άλλες εποχές...

Αστεράκι, αυθεντικά Πειραιώτικο, που ξεπέρασε τα σύνορα, δεν έκανε την καριέρα που όφειλε στην κλάση του αλλά, σαραντάρης πια, συνεχίζει με αξιώσεις ως νέος προπονητής ποδοσφαίρου ήταν-είναι ο Ελευθερόπουλος. Γέννημα – θρέμμα Χατζηκυριακιώτης, καθιερώθηκε στα 18-19 του κάτω από τα γκολποστ του Ολυμπιακού, έπαιξε για χρόνια σε μεσαίες αλλά και μεγάλες -όπως η Μίλαν- ομάδες του πολύ ανταγωνιστικού πρωταθλήματος της Ιταλίας κι έκλεισε πρόωρα την καριέρα του λόγω πολλαπλών τραυματισμών.

Αλλά και οι δύο προέρχονται από το χώρο του ποδοσφαίρου, που πάντα αναδεικνύει μεγαλύτερα ή μικρότερα, σταθερά ή διάττοντα αστέρια. Ακόμα και σε χώρους όπου ο Πειραιάς έχει παραδοσιακά να επιδείξει μια σημαντική παραγωγή «ταλέντων», όπως για παράδειγμα η Ναυτιλία, «σταρ» με την κυριολεκτική έννοια του όρου, δύσκολα βρίσκεις.

Με τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ υπερβολικός, αυθεντικό Πειραιώτη «σταρ» σήμερα, μπορώ να θεωρήσω μόνο τον Λευτέρη Λαζάρου. Τον μάγειρα, όπως αυτοαποκαλείται, αποφεύγοντας τον τίτλο του σεφ. Σχετικά λίγοι φίλοι του τον απολαύσαμε τη Δευτέρα (23.01.17) το βράδυ, στο Δημοτικό Θέατρο, στο πλαίσιο μιας σειράς συνατήσεων με προσωπικότητες που έχει καθιερώσει το Θέατρο και παρακολουθήσαμε την διαδρομή της ζωής του. Μιας ζωής που ξεκινάει από την Ευαγγελίστρια του Πειραιά, ανοίγεται στη θάλασσα, ξεπερνάει τα σύνορα, κατακτά διεθνείς τίτλους και χώρες ολόκληρες και επιστρέφει στη γενέθλια πόλη στην οποία πάντα είχε σταθερή αναφορά.

Μια διαδρομή μυθιστορηματική. Παιδί μιας φτωχής οικογένειας, γεννημένος το 1952, με πατέρα καραβομάγειρα. (Είναι χαρακτηριστικό ότι αν κάνει κανείς μια αναζήτηση στο google, βάζοντας τον όρο καραβομάγειρας, οι πρώτες φωτογραφίες που βγαίνουν είναι του ίδιου του Λευτέρη Λαζάρου με τη στολή του σεφ). Στον αριστερό γερο-Λαζάρου η Χούντα στέρησε το ναυτικό φυλλάδιο. Και λίγο αργότερα πέθανε. Τις μνήμες από το μαγεριό της γιαγιάς του όμως, τις μυρωδιές και τις γεύσεις από τις δημιουργίες του πατέρα του στο πατρικό της Δεληγιώργη, εκεί όπου θα επέστρεφε κάποια στιγμή, δεν μπορούσε κανείς να στερήσει από το μυαλό του έφηβου Λευτέρη. Ο οποίος με τη σειρά του μπαρκάρησε, ταξίδεψε σαν μάγειρας στα καράβια, δούλεψε σε ξενοδοχεία στο εξωτερικό, σε θαλαμηγούς εφοπλιστών κι έκανε το μεγάλο άλμα, ανοίγοντας το πρώτο «Βαρούλκο» στη Διστόμου, δίπλα στο παλιό «Άνεσις».

Εκεί, στο μικρό ισόγειο διαμέρισμα, που χωρούσε 8 ½ τραπέζια, σε μια γειτονιά που ούτε οι γηγενείς Πειραιώτες μπορούν εύκολα να βρουν, ο Λευτέρης Λαζάρου «έχτισε» τον δικό του θρύλο. Εφοπλιστές, επιχειρηματίες, πολιτικοί, αθλητές, μπαίναν στην ουρά, για να εξασφαλίσουν το προνόμιο να γευτούν μια από τις «πειραγμένες» θαλασσινές δημιουργίες του. Όταν το μαγαζί πλέον δεν χωράει και δεν μπορεί να υπηρετήσει το όνομα που έχει χτίσει, ο Λαζάρου το μεταφέρει στο μεγαλύτερο σπίτι της γιαγιάς του, εκεί που μεγάλωσε, στη Δεληγιώργη. Τότε έρχεται και το πρώτο βραβείο Μισελέν, η πρώτη διεθνής καταξίωση. Και ως ... ανταμοιβή, η καθυστέρηση από τον Δήμο Πειραιά για ενάμιση χρόνο μέχρι να πάρει άδεια λειτουργίας...

Το 2000, ο διάσημος πλέον Λευτέρης Λαζάρου, επιλέχθηκε από την Γιάννα Αγγελοπούλου να οργανώσει το εστιατόριο του ελληνικού περίπτερου κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϋ. Εξάγοντας έτσι, ελληνικές γεύσεις με βάση τη θάλασσα σε όλο τον κόσμο. Το 2004, το «Βαρούλκο» αναζητά έναν ακόμη μεγαλύτερο χώρο και ίσως πιο προσβάσιμο. Ανεβαίνει στην ακόμη «σκληρή» περιοχή του Κεραμεικού, επί της Πειραιώς. Ο Λευτέρης ομολογεί ότι είναι μια δύσκολη περίοδος για τον ίδιο, αφού η μόνη αναφορά που έχει στην πόλη του είναι πια μόλις το όνομα του δρόμου, όπου βρίσκεται το «Βαρούλκο». Πειραιώς. Μένει δέκα χρόνια εκεί, η Αθήνα της εποχής της ευμάρειας υποκλίνεται στις δημιουργίες του, η μια διεθνής αναγνώριση ακολουθεί την άλλη.

Αλλά η θάλασσα και ο Πειραιάς τον τραβάνε πάντα. Κι όταν προκύπτει η ευκαιρία, με την παρότρυνση των επιχειρηματιών αδελφών Γλου, επιστρέφει. Στο Τουρκολίμανο – κι όχι Μικρολίμανο, διευκρινίζει – λίγο παρακάτω από τη γειτονιά του. «Από τη Δεληγιώργη, κατεβαίναμε τη Τζαβέλας, στρίβαμε στη Σχιστής και βγαίναμε στο Τουρκολίμανο», θυμάται. «Εκεί έκανα μπάνιο, εκεί έπαιζα, εκεί γνώρισα την εφηβεία, εκεί αλήτευα», λέει χαρακτηριστικά. Εκεί που, από το 2014, είναι το «Βαρούλκο».

Ο Λευτέρης Λαζάρου είναι ένας αυθεντικός «σταρ». Οι συνταγές του τον έχουν κάνει τέτοιο. Αλλά η αλήθεια είναι ότι όπως κάθε «σταρ», μάλλον δυσκολεύεται να βρει τη «συνταγή» της επιτυχίας του. Του έβαλα ένα δύσκολο ερώτημα στη συνάντησή μας στο Δημοτικό. Πως μια πόλη με την ακτογραμμή, που θα ζήλευε ίσως κάθε άλλη στον κόσμο, τον λοφάκο, το νησάκι, τους κόλπους αλλά και τις γειτονιές που είναι τόσο ξεχωριστές, μια πόλη που έγινε πρωτεύουσα της ελληνικής Ναυτιλίας, η οποία με τη σειρά της είναι κυρίαρχη στον κόσμο, μια πόλη που έγινε πρωτεύουσα του ρεμπέτικου, το οποίο με τη σειρά του γέμισε τη σύγχρονη ελληνική μουσική, μια πόλη που γέννησε τη μεγαλύτερη ομάδα της χώρας, τον Ολυμπιακό, πως μια τέτοια πόλη, όπως είναι ο Πειραιάς δεν μπορεί να γίνει «σταρ»;

Ίσως να πρέπει να απευθύνει μια δημοτική αρχή το ερώτημα αυτό, ας πούμε σε δέκα Λαζάρου...