Οι πρόβες ξεκίναγαν πολύ νωρίς. Αμέσως μετά την 28η Οκτωβρίου. Η ομάδα είχε αρχηγό τον Γιάννη, που ήξερε πολύ καλή κλασική κιθάρα παρά το νεαρόν της ηλικίας του και τρεις ακόμη που μάθαιναν πιάνο.
Την Νίκη, την Εύη και εμένα. Πιάνο βέβαια για τα κάλαντα δεν μπορούσαμε να κουβαλήσουμε και το ακορντεόν του θείου Βαγγέλη ήταν πολύ βαρύ τότε για μας - και οι τέσσερεις μικρότεροι από 10 χρονών είμασταν. Ως υποκατάστατο λοιπόν προέκυπτε η μελόντικα.
Τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχές του ’70, ο «μοντερνισμός» της εποχής έβρισκε ξεπερασμένο το παραδοσιακό τρίγωνο. Αλλά πάλι, τρεις μελόντικες να συνοδεύουν μια κιθάρα ήταν απίστευτη υπερβολή, επέμενε η θεία Λούλα που ήταν πολύ καλή μουσικός και γύρω από το πιάνο της έκανε πρόβες η τετραμελής μπάντα-συμμορία. Οπότε, αφού ο Γιάννης θα είχε οπωσδήποτε την κιθάρα του, το ζήτημα ήταν ποιος από τους άλλους τρεις θα θυσιαζόταν και αντί για μελόντικα θα κρατούσε το ταπεινό τριγωνάκι.
Μια χρονιά το κράτησε η Νίκη ως μικρότερη, μια φορά η Εύη και την τρίτη χρονιά που ήταν η σειρά μου έψαξα χίλιους δυο τρόπους για να την «ρίξω» και να κρατήσω ξανά εγώ τη μελόντικα, μέχρι που ο πατέρας μας βρήκε κι έφερε ένα μικρό ξυλόφωνο. Έδινε έναν απίστευτα γλυκό ήχο και ταυτόχρονα ένα εξωτικό χρώμα στην τετράδα των ξαδερφιών που «όργωναν» τον Πειραιά, βγάζοντας πολύ καλό μεροκάματο παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Αυτό ήταν. Η Εύη άρπαξε το ξυλόφωνο και μέσα σε λίγη ώρα έμαθε το «Καλήν ημέραν άρχοντες...» και το «Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά». Εκείνη την χρονιά έκλεψε την παράσταση και παρά το γεγονός ότι μοιράζαμε στα τέσσερα όσα βγάζαμε από τα κάλαντα, νιώθαμε όλοι μέσα μας ότι της άξιζε μεγαλύτερο μερίδιο.
Η βόλτα ήταν κάθε χρόνο συγκεκριμένη. Νωρίς το πρωί η θεία Λούλα έφερνε τα ξαδέρφια από το Πασαλιμάνι στη Φρεαττύδα. Λέγαμε τα κάλαντα σε όλη την πολυκατοικία, σε διαμερίσματα φίλων και γνωστών σε γύρω πολυκατοικίες και στα λίγα καταστήματα της γειτονιάς. Στο κατάστημα με τις τροφοδοσίες πλοίων που δούλευε με τα γιωτ στο ισόγειο του κτιρίου που μέναμε, στο μανάβικο του Μάρα στη γωνία, ακριβώς δίπλα στο γωνιακό «ΕΒΓΑ» και απέναντι, στο σύγχρονο για την εποχή σούπερ μάρκετ του Τρίχα. Οι πολλές ταβέρνες της περιοχής δεν είχαν ανοίξει, οπότε δεν χτυπούσαμε την πόρτα. Στη συνέχεια, η θεία η Λούλα, η Ελισάβετ - θεία των ξαδελφιών και η Νενέ μας ανεβαίναμε όλοι μαζί με τα πόδια από την Φρεαττύδος και την Αντωνίου Θεοχάρη στον Άγιο Νείλο. Εκεί περίμεναν ο παππούς και η γιαγιά, η θεία-Φρόσω και καμιά φορά κάποιο από τα μεγαλύτερα ξαδέρφια μας, αλλά και φίλοι από την παλιά γειτονιά.
Κατεβαίνοντας, κάναμε μια στάση οπωσδήποτε στο καφενείο, στην Πηγάδα, στη διασταύρωση Γ.Θεοτόκη και Σαχτούρη, εκεί που στεγάζεται τώρα ο «Μπαρμπαδήμος». Εκεί ήταν σίγουρο ότι θα έπινε τον καφέ του ο Θείος Γιώργος, που μας έστελνε και σε άλλες παρέες να πούμε τα κάλαντα, οπότε το χαρτζηλίκι μεγάλωνε. Από του Βρυώνη κατευθυνόμασταν προς το Δημοτικό Θέατρο ακολουθώντας την Βασιλέως Κωνσταντίνου, πρώην Σωκράτους και εδώ και σχεδόν 30 χρόνια, Ηρώων Πολυτεχνείου. Μετά την Τερψιθέα, που άρχιζαν να πυκνώνουν τα εμπορικά καταστήματα, σταματούσαμε εκεί, κυρίως όπου οι μητέρες μας ήταν γνωστές πελάτισες. Οπωσδήποτε δε στου Μούγερ, όπου και οι τέσσερεις είμασταν πελάτες και κάνοντας μια πιο μεγάλη στάση, εκτός από το να λέμε τα κάλαντα, απολαμβάναμε να καθόμαστε στα - μεγάλα και παραμυθένια για την παιδική μας φαντασία - σκαμπό με ήρωες βγαλμένους από γνωστά παραμύθια, όπου καθόταν όποιο παιδάκι ήθελε να δοκιμάσει παπούτσια.
Στο ύψος της Σωτήρος, στρίβαμε δεξιά προς το Πασαλιμάνι και είχαμε πια μια σειρά καταστηματαρχών που γνώριζαν τις μητέρες μας, οι οποίοι ευχαρίστως αφιέρωναν ένα λεπτό το πολύ για να ακούσουν μια στροφή-δυο και να βγάλουν μια δραχμή από το ταμείο πριν εξυπηρετήσουν την επόμενη πελάτισα. Η μητέρα Ελισάβετ, η θεία Λούλα και η Νενέ θα γύρναγαν σπίτι της θείας Λούλας, ένα νεοκλασικό στην Κουντουριώτου που τώρα είναι πολυκατοικία, για να πιουν καφέ. Εμείς μόνοι μας θα πηγαίναμε προς την Νικήτα, στην αγορά, στο μαγαζί του θείου και νονού μου Τάκη, που μας περίμενε για να μας στείλει «συστημένους» σε γύρω γνωστούς καταστηματάρχες.
Κι όταν τελειώναμε, αράζαμε εκεί, στην μεγάλη αποθήκη πλαστικών που είχε, με τμήματα χονδικής αλλά και λιανικής πώλησης περιμένοντας κάποιο σημαντικό «κύμα» πελατών να μπει και να αρχίσουμε να λέμε και να ξαναλέμε όσα από το πρωί είχαν γίνει ρουτίνα για μας. Κάποια στιγμή, λίγο πριν το μεσημεριανό κλείσιμο των μαγαζιών (δεν υπήρχε ενιαίο ωράριο τότε) εμφανιζόταν όλως τυχαίως η Νενέ, που δήθεν είχε πάει για καφέ με τις μαμάδες μας, αλλά όπως μάθαμε πολλά χρόνια αργότερα μας παρακολουθούσε διακριτικά, για να μας γυρίσει πίσω, στο σπίτι της θείας Λούλας.
Εκεί, ξαπλωμένοι στο πάτωμα, κάναμε την μοιρασιά της ημέρας στα τέσσερα. Τίμια πράγματα. Εκτός κι αν δεν μπορούσε να μοιραστεί ακριβώς, αν περίσευε κανα φράγκο ή κανα δίφραγκο ακέραιο και δεν υπήρχαν αρκετά πενηνταράκια να σπάσει, οπότε τα αγόρια «ρίχναμε» τα κορίτσια. Και συμφωνούσαμε οι δυο μας, να μοιραστούμε κρυφά την παραπάνω σοκολάτα στην οποία αντιστοιχούσε το δίφραγκο...
Αναγνώστης Κέντρος