Μη φορέσετε γραβάτα ακόμη, κύριε Τσίπρα

1 avrantinis tasos

Του Τάσου Ι. Αβραντίνη*

Η τραγική αποτυχία της πρώτης «πρωτόγονης μαρξιστικής» περιόδου της κυβέρνησης της «ανυποχώρητης» διαπραγμάτευσης οδήγησε στο Τρίτο Μνημόνιο. Τότε χρειάστηκαν έξι μόλις μήνες (Ιανουάριος-Ιούλιος 2015) για να καταρρεύσει η οικονομία και να επιδεινωθούν δραματικά όλα ανεξαιρέτως τα οικονομικά μεγέθη. Ταυτοχρόνως, με τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015 αποκλείστηκε οποιαδήποτε ονομαστική μείωση του χρέους της χώρας.

Η δεύτερη περίοδος της κυβερνητικής στροφής προς τον «οικονομικό ρεαλισμό» της κουτοπόνηρης διαπραγμάτευσης υπαγορεύτηκε όχι από τη συνειδητοποίηση εκ μέρους της κυβέρνησης του αδιεξόδου στο οποίο οδηγούν οι ιδεολογικές αγκυλώσεις ή/και οι πελατειακές προσκολλήσεις της, αλλά από την κλασική μαρξιστική λενινιστική πρακτική των τακτικών ελιγμών, συμβιβασμών και υποχωρήσεων προκειμένου να κερδίσει χρόνο και να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση που χρειάζεται για να οργανώσει καλύτερα στο μέλλον την επόμενη σύγκρουση με τους εταίρους μας. Μετά το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου οι χειρισμοί της κυβέρνησης οδηγούν σε προσυμφωνημένη για το 2018 –ή και νωρίτερα‒ τροποποίηση του Τρίτου Μνημονίου με την προσθήκη νέων μέτρων.

Δικαιούται η κυβέρνηση να είναι έστω και συγκρατημένα ικανοποιημένη μετά την απόφαση του Eurogroup; Η απάντηση είναι μόνο στα πλαίσια μιας χονδροκομμένης προπαγάνδας και απέλπιδας προσπάθειας πολιτικής εξαπάτησης των πολιτών. Το πιο σπουδαίο, καμιά απολύτως κυβερνητική πρόβλεψη δεν επιβεβαιώθηκε και καμιά κυβερνητική θέση δεν υιοθετήθηκε. Βεβαίως, πρέπει να επισημανθεί ότι η πολιτική της κυβέρνησης καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου της συνίσταται, όπως έλεγε κι ο Winston Churchill, στον μισό χρόνο να προσπαθεί να μας πείσει τι θα συμβεί ακριβώς και στον άλλο μισό να προσπαθεί εναγωνίως να μας εξηγήσει γιατί δεν συνέβη.

Κατ’ αρχάς η ικανοποίηση της κυβέρνησης είναι κάπως ετεροχρονισμένη. Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους συμφωνήθηκαν στο γενικό τους πλαίσιο ήδη από τις 24 Μαΐου του 2016. Αυτά ωστόσο, όπως προκύπτει τόσο από την επίσημη ανάλυση του ESM και την ανακοίνωση του Eurogroup, δεν συνιστούν ούτε ονομαστική μείωση του χρέους, ούτε έστω μείωση του χρέους σε παρούσα αξία. Ο ESM υποστηρίζει ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα θα αποδειχθούν χρήσιμα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους στο απώτατο μέλλον, εάν και εφόσον συντρέξουν σωρευτικά πολλές προϋποθέσεις και μεταξύ άλλων αποδειχθεί σωστή η πρόβλεψη ότι τα κυμαινόμενα επιτόκια τις επόμενες δεκαετίες θα είναι υψηλότερα του σταθερού συμφωνημένου επιτοκίου για μέρος των ελληνικών ομολόγων, καθώς επίσης και ότι θα υπάρξει όφελος για τη χώρα από την ανταλλαγή των ομολόγων του EFSF/ESM κυμαινομένου επιτοκίου με ομόλογα σταθερού (πρόκειται για δάνειο ύψους 42,7 δισ. ευρώ που έλαβε η χώρα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών) και τις συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων (swaps). Ανάμεσα σε άλλες επισημάνσεις του ESM τονίζεται: «Η επίδραση ορισμένων από τα μέτρα εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες που είναι πέραν του ελέγχου μας. Μεταξύ αυτών είναι οι επικρατούσες συνθήκες αναφορικά με το περιβάλλον των επιτοκίων και η διαθεσιμότητα άλλων παραγόντων της αγοράς για τη σύναψη ορισμένων συναλλαγών».

Ωστόσο για την ώρα η συμφωνία της Δευτέρας προβλέπει ότι το κόστος της μείωσης του κινδύνου των επιτοκίων το φέρει η Ελλάδα. Κάτι τέτοιο οδηγεί σε αύξηση του ποσού των τόκων που καλείται να πληρώσει η χώρα για το επόμενο έτος, άρα οδηγεί σε πρόσθετη δημοσιονομική επιβάρυνση.

Ακόμη το 2060, όταν ο σημερινός πρωθυπουργός θα οδεύει προς τα ενενήντα, η συνολική ελάφρυνση του χρέους σύμφωνα με τις υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις του διευθυντή του ΕSM Klaus Regling θα κυμαίνεται περίπου στο 20% του σημερινού ΑΕΠ της χώρας, δηλαδή περίπου στα 36 δισ. ευρώ. Η εκτίμηση αυτή διαψεύδει, όπως είναι φυσικό τους κυβερνητικούς υπολογισμούς για 46 δισ. ευρώ ελάφρυνση. Απλή αριθμητική. Επίσης απλή αριθμητική είναι να αναζητήσουμε ‒δεχόμενοι για την οικονομία του άρθρου την ορθότητα των υπολογισμών του ESM‒ τι αντιπροσωπεύει σε παρούσα αξία η μείωση αυτή. Σύμφωνα με τις προβλέψεις. το μέσο επιτόκιο δανεισμού για την περίοδο αυτή εκτιμάται περίπου στο 4% επομένως –εάν συντρέξουν όλες οι θετικές παραδοχές που λαμβάνει υπ’ όψιν του ο ESM‒ η παρούσα μείωση ανέρχεται σε 7 δισ. ευρώ.

Η κυβέρνηση Παπαδήμου όμως, που τόσο κατηγορήθηκε από τους εταίρους της σημερινής συγκυβέρνησης και συνολικά τις πολιτικές δυνάμεις των άκρων, κατόρθωσε το Μάρτιο του 2012 να μειώσει την ονομαστική αξία του δημοσίου χρέους άμεσα και χωρίς καμία αίρεση κατά 105 δισ. ευρώ. Στο ποσό αυτό θα πρέπει να προστεθεί η μείωση της παρούσας αξίας του χρέους εκείνη τη στιγμή περίπου κατά 100 δισ. ευρώ, όπως προκύπτει από τις επίσημες εκθέσεις του ESΜ, κυρίως λόγω του τριπλασιασμού του μέσου χρόνου αναχρηματοδότησης των δανείων, της περιόδου χάριτος και της δραστικής μείωσης των επιτοκίων δανεισμού. Επέτυχε δηλαδή η κυβέρνηση Παπαδήμου πραγματική, βέβαιη και εκκαθαρισμένη μείωση του χρέους κατά 205 δισ. ευρώ, το 2012, ήτοι τριάντα φορές (30) μεγαλύτερη της μελλοντικής και αβέβαιης μείωσης των 7 δισ. ευρώ που μπορεί να αποφέρει το 2060 η προχθεσινή απόφαση του Eurogroup.

Δυστυχώς, μετά την κυβέρνηση Παπαδήμου το πολιτικό σύστημα υπέκυψε ξανά στη σαγήνη των ελλειμμάτων που δημιούργησε το πελατειακό υπερτροφικό Δημόσιο και την περίοδο 2012-2014, αδυνατώντας να μειώσει δραστικά τις δαπάνες του καταστροφικού κράτους και ‒υπό την αφόρητη πίεση των λαϊκιστών της σημερινής συγκυβέρνησης‒ δημιούργησε καινούργιο έλλειμμα ύψους 46 δισ. ευρώ, το οποίο καλύφθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος από διακρατικό δανεισμό.

Οι πολίτες, παρά την εκκωφαντική διάψευση των όσων υποσχέθηκαν και υπόσχονται ακόμη και σήμερα οι κυβερνητικοί εταίροι, έχουν μια συγκεχυμένη εικόνα για το μέγεθος της ζημιάς που προξένησε η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην οικονομία.

Υπενθυμίζω:

Η κυβέρνηση Τσίπρα οδήγησε σε αύξηση των δανειακών αναγκών ύψους 45 δισ. (25% του ΑΕΠ) την περίοδο του νέου προγράμματος (2015-2018) σε σχέση με τις εκτιμήσεις της προηγούμενης αξιολόγησης (Ιούνιος 2014). Ειδικότερα:

Χαμηλότερη εσωτερική χρηματοδότηση λόγω χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων: Η μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1% του ΑΕΠ κάθε χρόνο προσθέτει 1,8 δισ. ευρώ στις ετήσιες δανειακές ανάγκες. Επομένως η μείωση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα από 3% του ΑΕΠ το 2015, σε 4,5% το 2016, 4,5% το 2017 και 4,3% το 2018 που προβλεπόταν πέρσι σε –0,25% το 2015, 0,5% το 2016, 1,75% το 2017 και 3,5% το 2018 αυξάνει τις δανειακές ανάγκες κατά 19 δισ. συνολικά την περίοδο 2015-18. Έργο Τσίπρα και συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Απώλεια εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις: Στην έκθεση βιωσιμότητας του χρέους στις 26.6.2015, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι η προβλεπόμενη μείωση στα έσοδα αποκρατικοποιήσεων προσθέτει 8,5 δισ. στις δανειακές ανάγκες την περίοδο 2016-18. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στην τεράστια απαξίωση των τραπεζικών μετοχών που απέκτησε το κράτος με την ανακεφαλαιοποίηση του 2012-13, οι οποίες επρόκειτο να πωληθούν μέχρι το 2018, και στην μεγάλη καθυστέρηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, με τελευταίο κρούσμα τη ματαίωση της ιδιωτικοποίησης του ΔΕΣΦΑ και την εξ αυτής πρόσθετη απώλεια περίπου 200 εκατ. ευρώ. Επισημαίνω ότι η ιδιωτικοποίηση του ΔΕΣΦΑ ήταν προϋπόθεση για να δοθεί η τελευταία υποδόση της πρώτης αξιολόγησης στην Ελλάδα. Οι εταίροι πίστεψαν τις κυβερνητικές εξαγγελίες και προτού ολοκληρωθεί η διαδικασία απελευθέρωσαν τη δόση υπέρ της Ελλάδας. Μετά την εξέλιξη αυτή οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί αναγνώρισαν την προνοητικότητα του ΔΝΤ που επιμένει στην ολοκλήρωση της υλοποίησης μιας μεταρρύθμισης προτού εκταμιευθούν χρήματα τα οποία έχουν ως προϋπόθεση αυτή. Πρόσθετες δανειακές ανάγκες λοιπόν 9 δισ. ευρώ ‒ έργο Τσίπρα και συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών προσέθεσε 5,5 δισ. στις δανειακές ανάγκες της χώρας. Αποκλειστικά υπεύθυνη της νέας ανακεφαλαιοποίησης είναι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και οι άφρων πολιτική του πρώτου εξαμήνου της. Σε απάντηση τυχόν αμφισβητήσεων επισημαίνω ότι η ΕΚΤ, έχοντας μελετήσει την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών της Ευρωζώνης πριν αναλάβει την εποπτεία τους τον Νοέμβριο του 2014, θεώρησε ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν χρειάζονταν πρόσθετα κεφάλαια και για τον λόγο αυτό μέχρι τον Φεβρουάριο του 2015 δανείζονταν απρόσκοπτα από την ΕΚΤ με επιτόκιο 0,05%, ενώ είχαν αρχίσει δειλά να βγαίνουν και στη διατραπεζική αγορά. Η απερίσκεπτη ψευτοδιαπραγμάτευση Τσίπρα-Βαρουφάκη-Τσακαλώτου είχε ως αποτέλεσμα οι τράπεζες από τον Φεβρουάριο του 2015 να δανείζονται με το σταγονόμετρο από τον ELA και μάλιστα με επιτόκιο 2,55%. Άλλα 5,5 δισ. ευρώ λοιπόν έργο Τσίπρα και συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Στο πρώτο επτάμηνο της διακυβέρνησης Τσίπρα, τα ρευστά διαθέσιμα του Δημοσίου εξαντλήθηκαν και θα έπρεπε να ανασυσταθούν ώστε να ανέλθουν σε τουλάχιστον 8 δισ. μεσοπρόθεσμα, επίπεδο παρόμοιο με αυτό που πέτυχαν η Ιρλανδία και η Πορτογαλία πριν βγουν από τα δικά τους Μνημόνια. Συνολικές πρόσθετες δανειακές ανάγκες άλλα 8 δισ. ευρώ. Κι αυτό το ποσόν έργο Τσίπρα και συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Ας μην λησμονούμε δε την οριστική απώλεια από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που διακρατεί η ΕΚΤ ύψους περίπου 3,5 δισ. ευρώ. Έργο Τσίπρα και συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Τέλος, παρά τη δέσμευση από τη συμφωνία του Ιουνίου του 2016 οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα αυξήθηκαν περίπου κατά 2,5 δισ. ευρώ. Τον Οκτώβριο του 2016 οι συνολικές υποχρεώσεις του Δημοσίου άγγιξαν τα 6,3 δισ. ευρώ. Ομοίως έργο Τσίπρα και συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Για να είμαστε ακριβείς και έντιμοι στους υπολογισμούς μας, από τα παραπάνω ποσά που προκύπτουν ως πρόσθετες δανειακές ανάγκες πρέπει να αφαιρεθούν 11 δισ. ευρώ του ΤΧΣ που επεστράφησαν στον EFSF τον Φεβρουάριο 2015. Πρέπει επίσης να αφαιρεθούν 6 δισ. όφελος από την μείωση των επιτοκίων δανεισμού (Euribor, με το οποίο συνδέονται τα διμερή δάνεια ύψους 53 δισ. του πρώτου προγράμματος σταθεροποίησης, και το επιτόκιο με το οποίο κεφαλαιοποιούνται οι τόκοι πάνω στο δάνειο ύψους 142 δισ. του δεύτερου προγράμματος από το EFSF). Αυτό το όφελος πρέπει να αφαιρεθεί διότι μείωσε τις δανειακές ανάγκες και, αντίστοιχα, τα πρωτογενή πλεονάσματα που τελικά θα απαιτηθούν για να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός.

Επομένως, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιβάρυνε επιπλέον τη χώρα τα δύο αυτά χρόνια με 23 δισ. ευρώ πρόσθετες δανειακές υποχρεώσεις στις ανάγκες της περιόδου 2016-18 (13% του ΑΕΠ)! Αυτές οι νέες δανειακές ανάγκες, σε συνδυασμό με το αρνητικό κλίμα για τις επενδύσεις, την ύφεση που προκαλείται από την δυσβάστακτη φορολογία και την αύξηση της ασφαλιστικής επιβάρυνσης, όλα αυτά αποκλειστικά έργο Τσίπρα και συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, κατέστησαν το δημόσιο χρέος μη βιώσιμο και μη διαχειρίσιμο, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση βιωσιμότητας του ΔΝΤ που δημοσιεύτηκε στις 14.7.2015 και τις επαναλαμβανόμενες μονότονα μέχρι σήμερα προβλέψεις των αξιωματούχων του. Αντιθέτως, τον Ιούνιο του 2014 το ΔΝΤ προέβλεπε σε έκθεσή του ‒κάπως αισιόδοξα είναι αλήθεια‒ ταχεία αποκλιμάκωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ από 171% το 2015 στο 160% το 2016 και 152% το 2017.

Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το κόστος που επέφερε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην οικονομία είναι μεγαλύτερο των δανειακών αναγκών που δημιούργησε. Υπενθυμίζουμε ότι το ύψος της βλάβης που προκάλεσαν στην οικονομία ο Τσίπρας και οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανέρχεται κατά την αισιόδοξη εκτίμηση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος σε 86 δισ. ευρώ και κατά την απαισιόδοξη εκτίμηση του επικεφαλής του ESM Klaus Regling σε 100 δισ. ευρώ.

Ο πρωθυπουργός δεν έχει ακόμη πιει το πικρό ποτήρι των συνεπειών της άφρονος και λαϊκιστικής πολιτικής του. Η διαπραγμάτευση για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης έχει πολύ δρόμο ακόμη. Στην πορεία αυτού του ανηφορικού δρόμου θα χρειαστεί να κάνει πολλούς επιπλέον εξευτελιστικούς συμβιβασμούς και κυρίως να εξηγήσει στο πιστό του ακροατήριο τους λόγους που τον ανάγκασαν να το κάνει. Υπάρχει βεβαίως πάντοτε και η έντιμη και δύσκολη οδός της Αρετής. Στην προκειμένη περίπτωση αυτή οδηγεί σε εκλογές. Μέχρι τότε δεν θα του συνιστούσα να φορέσει γραβάτα.

* Ο Τάσος Ι. Αβραντίνης είναι αντιπρόεδρος της Δράσης.