Εκλογές μετά την κατάρρευση των ψευδαισθήσεων

ekloges paravan

του Μάνου Ματσαγγάνη

Ένα από τα πολλά πράγματα που δείχνει η απόφαση για νέα προσφυγή στις κάλπες είναι η απελπιστική αδυναμία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να κάνει αυτό για το οποίο ξαναζητά την ψήφο των πολιτών, δηλ. να κυβερνήσει.

Ο Τσίπρας και η παρέα του δεν διαθέτουν όχι κυβερνητικό πρόγραμμα, αλλά ούτε καν μια γενική (ασαφή, έστω) ιδέα για το τι σκέφτονται να κάνουν εάν - όπως φαίνεται πιθανό - ξανακερδίσουν τις εκλογές.

Εννοώ τι σκέφτονται να κάνουν για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της χώρας: την παράλυση της οικονομίας, τη νέα άνοδο της ανεργίας, τη φτώχεια πολλών και τη δυσπραγία περισσότερων πολιτών, την (πραγματική, όχι προπαγανδιστική) ανθρωπιστική κρίση που προκάλεσε η ατάραχη απραξία του κρατικού μηχανισμού μπροστά στο δράμα εκατοντάδων χιλιάδων βασανισμένων ανθρώπων που συνωστίζονται στα σύνορα, περιμένοντας να μπουν στη χώρα ή να φύγουν από αυτή.

Για να μην αναφερθώ σε άλλα, ακόμη πιο σύνθετα προβλήματα, όπως είναι η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, η αναζωογόνηση των σχολείων και των πανεπιστημίων - δηλ. τα «βαρετά» ζητήματα από τα οποία εξαρτάται το εάν θα διατηρήσουμε (και σιγά-σιγά θα βελτιώσουμε) το σημερινό βιοτικό μας επίπεδο, ή θα το δούμε να υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο.

Σε όλα αυτά τα θέματα, ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύτηκε η κυβέρνηση τους τελευταίους 7 μήνες δείχνει την απίστευτη ανεπάρκεια του πρωθυπουργού και των πιστών στελεχών του (του υποτιθέμενου «καλού», «ρεαλιστικού», «φιλοευρωπαϊκού» ΣΥΡΙΖΑ).

Προσοχή: δεν εννοώ τον Βαρουφάκη ή τον Λαφαζάνη, τους πρώην υπουργούς που σε μια κανονική δημοκρατία θα αντιμετώπιζαν τις - πολιτικές και ποινικές - ευθύνες που αναλογούν σε όσους απεργάζονται την εκτροπή από τη δημοκρατική ομαλότητα.

Ούτε εννοώ τους κυβερνητικούς συμμάχους του εθνικιστικού μετώπου, δηλ. τους ανεκδιήγητους ή/και επικίνδυνους ανθρώπους στους οποίους ο αριστερός μας πρωθυπουργός έχει εμπιστευτεί ζωτικής σημασίας υπουργικά χαρτοφυλάκια (Άμυνας, Εξωτερικών, αλλά και Κοινωνικής Ασφάλισης κτλ).

Ούτε την Κωνσταντοπούλου, ο συνδυασμός ολοκληρωτικής νοοτροπίας και ημιπαράφρονος συμπεριφοράς της οποίας θα καθιστούσε ντροπιαστική την παρουσία της στο προεδρείο συνοικιακού σωματείου, πόσω μάλλον σε αυτό του κοινοβουλίου ενός κράτους μέλους της ΕΕ.

Όχι, εννοώ τους εν ενεργεία υπουργούς που ανήκουν στον σκληρό πυρήνα του νομιμόφρονος ΣΥΡΙΖΑ: Παππά, Σκουρλέτη, Κατρούγκαλου, αλλά και Μπαλτά, Φλαμπουράρη, Τσακαλώτο και λοιπούς. Και, φυσικά, τον ίδιο τον Τσίπρα (που άλλωστε δικής του επιλογής είναι όλοι χωρίς εξαίρεση οι προαναφερθέντες).

Μετά την υπογραφή του νέου μνημονίου, οδυνηρότερου των προηγουμένων, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει με εκείνα τα καρτούν που συνεχίζουν να τρέχουν και μετά το χείλος του γκρεμού, παρότι πλέον το έδαφος έχει φύγει κάτω από τα πόδια τους. Οι παιδιάστικες ανοησίες πάνω στις οποίες έχτισαν την επιτυχία τους («θα καταργήσουμε τα μνημόνια με ένα νόμο», «θα βάλουμε τέλος στη λιτότητα», «ούτε μια στο εκατομμύριο») έχουν πια αποδειχθεί όχι απλώς κενές περιεχομένου αλλά – το κυριότερο – καταστροφικές.

Και όμως, με τις ίδιες παιδιάστικες ανοησίες θα συνεχίσουν να πορεύονται. Διανθισμένες με άλλες, είτε από το ρεπερτόριο του τριτοδιεθνιστικού σταλινισμού («προδότες, αποστάτες, πράκτορες του εχθρού»), είτε από εκείνο του καθ’ ημάς κυβερνώντος λαϊκισμού («παραλάβαμε καμένη γη», «δεν δικαιούστε να ομιλείτε»). Μέχρι να χωνέψουν τι τους συνέβη τον τρομερό Ιούλιο 2015. Από την άνεση βέβαια της (πρωθ)υπουργικής τους πολυθρόνας.

Όσο για την υπαρξιακής σημασίας πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα – πώς δηλ. μπορεί να βγει από την κρίση (παραμένοντας δημοκρατική) μια μικρή χώρα με καταναλωτικές προσδοκίες Βόρειας Αμερικής, αλλά με παραγωγική δομή, κρατικό μηχανισμό, νοοτροπίες, συμπεριφορές και, όλο και περισσότερο, θεσμούς Μέσης Ανατολής – είναι κάτι για το οποίο δεν έχουν αναρωτηθεί καν. Και ούτε πρόκειται, φοβάμαι.

Για αυτό άλλωστε αναδιπλώνονται στα μόνα πράγματα που ξέρουν να κάνουν καλά: στις εσωκομματικές ίντριγκες, στους τακτικούς ελιγμούς, στους επικοινωνιακούς χειρισμούς.

Το ότι παρόλο το ανερμάτιστο της πολιτείας τους κινδυνεύουν να επανεκλεγούν θα ήταν φυσικά αδιανόητο χωρίς τη βοήθεια μιας αντιπολίτευσης παγιδευμένης στις δικές της αντιφάσεις, χωρίς την υποστήριξη μιας δημοσιογραφίας συνυπεύθυνης για την εξευτελιστική υποβάθμιση της δημόσιας συζήτησης, και χωρίς την παράλυση μιας κοινής γνώμης που πίστεψε τα ψέματα εκείνων που – όταν δεν ούρλιαζαν για προδότες και κρεμάλες – ψιθύριζαν «δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο», και που τώρα παρακολουθεί την κατάρρευση των ψευδαισθήσεων ανήμπορη, μπερδεμένη και παραιτημένη.

Σε αυτό το αδιέξοδο είμαστε σήμερα. Όσοι από εμάς πίστεψαν στην προοπτική μιας άλλης Ελλάδας, εξωστρεφούς, ανοιχτόμυαλης και δημιουργικής, βρίσκονται περιθωριοποιημένοι και χωρίς εκπροσώπηση. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου η ψήφος τους θα μοιραστεί ανάμεσα στα κόμματα της αντιπολίτευσης και στην αποχή. Μετά, άγνωστο.

athensvoice.gr