Αφελείς οι συνεπείς φορολογούμενοι

avrantinis tasos

Του Τάσου Ι. Αβραντίνη*

Μερικές δικαιοπολιτικές σκέψεις για τη ρύθμιση που παρουσίασε προχθες η κυβέρνηση για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, όπου μεταξύ άλλων προβλέπεται η δυνατότητα διαγραφής έως και του 50% της βασικής οφειλής από φόρο εισοδήματος, ΕΕΤΗΔΕ και ΕΕΤΑ, ανεξαρτήτως ύψους και λοιπών κριτηρίων σχετικών με την κοινωνικοικονομική κατάσταση των οφειλετών.

Οι σκέψεις που ακολουθούν είναι βεβαίως υπό την αίρεση της αποδοχής της ρύθμισης από τους εταίρους και δανειστές μας. Κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει δεκτή μια τέτοια ρύθμιση από το Eurogroup ή το IMF. Μέχρι ωστόσο την εν χορδαίς και οργάνοις απόρριψη του αιτήματός μας από τα θεσμικά όργανα των δανειστών μας, ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας, ότι η ρύθμιση της κυβέρνησης θα εφαρμοζόταν.

Στο Σύνταγμα κατοχυρώνονται μεταξύ άλλων δύο σημαντικές αρχές φορολογίας:

α) η αρχή της καθολικότητας του φόρου, η οποία επιβάλλει την συμμετοχή όλων στην κάλυψη των δημοσίων βαρών, με πολύ συγκεκριμένες εξαιρέσεις και απαλλαγές που καθορίζονται εκ των προτέρων με τυπικό νόμο και πρέπει να δικαιολογούνται από οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, και

β) η αρχή της φορολογικής ισότητας που αποτελεί εξειδίκευση στον τομέα του φορολογικού δικαίου της γενικής αρχής της ισότητας έναντι του νόμου. Ορίζεται ειδικά ότι η συμμετοχή των πολιτών στα δημόσια βάρη είναι ανάλογη με την οικονομική τους δύναμη και αυτό ονομάζεται αρχή της φοροδοτικής ικανότητας. Συνεπώς, από το Σύνταγμα επιβάλλεται η όμοια φορολογική αντιμετώπιση των φορολογουμένων που βρίσκονται αντικειμενικά στην ίδια κατάσταση και η ανόμοια φορολογική αντιμετώπιση φορολογουμένων που βρίσκονται σε διαφορετική.

Η προτεινόμενη ρύθμιση αφορά κυρίως το φόρο εισοδήματος. Με μεταγενέστερη ρύθμιση λοιπόν θα επιδιωχθεί από την κυβέρνηση να περιοριστεί η φορολογική υποχρέωση φυσικών προσώπων και εταιρειών που δεν πλήρωσαν τα προηγούμενα χρόνια φόρο εισοδήματος, ανεξαρτήτως του ύψους της οφειλής και της αιτίας της μη καταβολής των φόρων. Μοναδικό κριτήριο για την υπαγωγή στη ρύθμιση η ύπαρξη ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι αντικείμενο του φόρου εισοδήματος για τα φυσικά πρόσωπα είναι το συνολικό καθαρό εισόδημα, το οποίο προέρχεται από κάθε πηγή που προβλέπεται στο νόμο, και για τις εταιρείες επίσης το συνολικό καθαρό εισόδημά τους.

Η ρύθμιση αυτή είναι παράνομη και αντισυνταγματική δεδομένου ότι παραβιάζει ευθέως και τις δύο παραπάνω βασικές αρχές της φορολογίας και εισάγει αυθαίρετες διακρίσεις μεταξύ των φορολογουμένων που απαγορεύονται από το Σύνταγμα. Πιο συγκεκριμένα:

1. Τη σύγχρονη εποχή, για να προσδιορίσει η διοίκηση τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου, θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν της τη συνολική οικονομική δύναμή του. Ειδικότεροι δείκτες προσδιορισμού της οικονομικής δύναμης που ορίζονται στο νόμο πριν την επιβολή οποιουδήποτε φορολογικού βάρους είναι κυρίως το εισόδημα αλλά και η περιουσία, οι δαπάνες, καθώς και υποκειμενικοί δείκτες, όπως λ.χ. η οικογενειακή κατάσταση του φορολογούμενου κ.ο.κ. Η προτεινόμενη ρύθμιση αγνοεί όλους αυτούς τους δείκτες και τα κριτήρια που επιβάλλει η αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης για να θεσπιστεί μια φορολογική διάκριση και με μόνο κριτήριο την ύπαρξη ληξιπρόθεσμου χρέους προς το Δημόσιο δέχεται τη ρύθμισή του, όχι μόνο ως προς το ύψος των προστίμων και των προσαυξήσεων που το επιβαρύνουν, αλλά και ως προς το ύψος της βασικής οφειλής. Έτσι ένας ασυνεπής φορολογούμενος, που βρίσκεται κατά τα λοιπά στην ίδια κοινωνικοοικονομική κατάσταση με έναν υπεύθυνο και συνεπή φορολογούμενο, θα πληρώσει λιγότερους φόρους από τον τελευταίο, ο οποίος προτίμησε ανοήτως, όπως αποδεικνύεται, να είναι νομοταγής και να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του προς το κράτος στερώντας τον εαυτό του και την οικογένειά του από ίσης αξίας, με τους φόρους που πλήρωσε, καταναλωτικά αγαθά και λοιπές απολαύσεις.

2. Στο επίπεδο των επιχειρήσεων και των εμπόρων, η προτεινόμενη ρύθμιση, όπως παρουσιάστηκε, νοθεύει ξεκάθαρα τον ανταγωνισμό εις βάρος εκείνων που πλήρωναν τον φόρο εισοδήματος αλλά και το ΕΕΤΗΔΕ και το ΕΕΤΑ και υπέρ εκείνων που δεν τα πλήρωναν, εξασφαλίζοντας έτσι ρευστότητα την οποία χρησιμοποιούσαν για να ανταγωνίζονται τους πρώτους και την οποία αντιστοίχως στερήθηκαν οι πρώτοι. Στην Ελλάδα επιβραβεύουμε τους φοροφυγάδες ή έστω τους ασυνεπείς επιχειρηματίες εις βάρος των επιχειρηματιών που συμμορφώνονται με τις φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις τους προς το κράτος. Μήπως πρέπει να θυμηθούμε ακόμη ότι πάνω από διακόσιες χιλιάδες επιχειρήσεις έκλεισαν μέχρι την 31.12.2014 από τους υψηλούς και δυσβάσταχτους φόρους που αναγκάστηκαν ως συνεπείς φορολογούμενοι να πληρώνουν στο σπάταλο και αναποτελεσματικό και ως προς τη σύλληψη της φοροδιαφυγής κράτος; Θα μπορούσαν τουλάχιστον οι εμπνευστές της ρύθμισης να δανειστούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στη διαδικασία της εξυγίανσης των επιχειρήσεων από τον Πτωχευτικό Κώδικα, ως κριτήρια προκειμένου μια επιχείρηση να μπορεί να ενταχθεί ή όχι στην προωθούμενη ρύθμιση (παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία του οφειλέτη εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του κατά τρόπο γενικό κ.ο.κ.)

3. Ο φόρος είναι οριστική παροχή προς το κράτος. Δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να ανατρέπεται αναδρομικά. Στην προκειμένη περίπτωση το κράτος νομοθετεί –χωρίς κριτήρια, όπως ελέχθη– τη μείωση των φόρων των προηγουμένων ετών για όσους τους οφείλουν. Έτσι όμως δεν διασφαλίζεται ούτε η αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης, ούτε η αρχή της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις σχέσεις των πολιτών με το κράτος. Επιπροσθέτως θεσμοθετείται για μια ακόμη φορά η ανομία και η ατιμωρησία που αποτελούν τις κύριες αιτίες του ηθικού εκμαυλισμού της κοινωνίας μας.

4. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι αγνοεί τις άμεσες και μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες της ρύθμισης που προωθεί. Στον χώρο της οικονομίας μια απόφαση δεν προκαλεί μόνο ένα αλλά περισσότερα και διαφορετικά μεταξύ τους αποτελέσματα. Πολλές φορές τα αποτελέσματα, μολονότι δεν είναι ηθελημένα, είναι καταστροφικά και δύσκολα τα προβλέπει κανείς. Όλες οι έρευνες των διεθνών οργανισμών αναφέρουν ότι μια από τις πιο σημαντικές αιτίες της φοροδιαφυγής (εκτός από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, την πολυπλοκότητα και την έλλειψη ανταποδοτικότητας του φορολογικού συστήματος) είναι και η παραβίαση της αρχής της φορολογικής δικαιοσύνης από τις κυβερνήσεις με νομοθετικές ρυθμίσεις. Η οικονομική επιστήμη από την μακρινή εποχή του Άνταμ Σμιθ έχει αποδείξει ότι για να εμπεδωθεί η φορολογική δικαιοσύνη και να αποτραπεί η δημιουργία αρνητικής φορολογικής συνείδησης στους πολίτες, όλοι οι φόροι πρέπει να είναι καθορισμένοι και όχι αυθαίρετοι, το ποσό του φόρου, ο τρόπος και η προθεσμία πληρωμής του να είναι κατανοητά και να καθορίζονται με σαφήνεια και, τέλος, οι φόροι να εισπράττονται κατά πρόσφορο για τον φορολογούμενο τρόπο και χρόνο. Η ρύθμιση της κυβέρνησης καταπατά τα πάντα εις όφελος όλων ανεξαιρέτως των οφειλετών του Δημοσίου. Ποιο είναι το μήνυμα που στέλνει με μια τέτοια νομοθετική πρωτοβουλία σε όσους συνεπείς φορολογουμένους στήριξαν με τους φόρους τους τα δημόσια έσοδα στη δυσκολότερη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας της χώρας; Το λιγότερο ότι υπήρξαν αφελείς (όπως αποκάλεσε άλλωστε και ο υπουργός Παιδείας τους εξέχοντες και διακεκριμένους Έλληνες καθηγητές πανεπιστημίου που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της χώρας τους και στελέχωσαν τις διοικήσεις των ελληνικών πανεπιστημίων για να βοηθήσουν στον εκσυγχρονισμό τους).

5. Με ποιο ηθικό ή νομικό επιχείρημα θα αντιμετωπίσει ακόμη η κυβέρνηση όσους συνεπείς φορολογουμένους καταφύγουν στα δικαστήρια και ζητήσουν από το Δημόσιο επιστροφή του 50% του φόρου εισοδήματος που πλήρωσαν εμπρόθεσμα μέχρι την 31.12.2013 ή την επιστροφή (ως αχρεωστήτως καταβληθέντων με βάση τη νέα –κατ’ ουσίαν αναδρομική– ρύθμιση) των προσαυξήσεων και προστίμων που αναγκάστηκαν να πληρώσουν για ολιγοήμερη ακόμη εκπρόθεσμη καταβολή των φόρων τους;

Όπως θα διαπιστώσατε, δεν αναφέρθηκα στις βαρύτατες όσο και προφανείς δημοσιονομικές επιπτώσεις που με βεβαιότητα θα έχει η ατυχής ρύθμιση της κυβέρνησης. Δεν έχω την απαίτηση να αντικαταστήσουν το θράσος της άγνοιας με την προνοητικότητα και τη σύνεση. Θα μάθουν, αργά ή γρήγορα. Μόνο που σε αντίθεση με την προνοητικότητα που σε βοηθά να μαθαίνεις χωρίς πόνο και μεγάλη πίκρα, η εμπειρία του παθήματος γίνεται μάθημα τις περισσότερες φορές με βάναυσο τρόπο.

* Ο Τάσος Αβραντίνης είναι δικηγόρος και αντιπρόεδρος της Δράσης.